κούρος

From LSJ
Revision as of 20:05, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source

Greek Monolingual

(I)
ο (ΑM κοῦρος)
αρχαϊκό άγαλμα νέου άντρα
νεοελλ.
πετεινός, κόκορας
μσν.-αρχ.
νέος, παληκάρι, κόρος («ἐκ μὲν Δουλιχίοιο δύω καὶ πεντήκοντα κοῦροι κεκριμένοι», Ομ. Οδ.)
αρχ.
γιος («κοῦρον Ζήθοιο ἄνακτος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. και ποιητ. τ. του κόρος. Η χρήση του ιων. τ. κοῦρος για τον χαρακτηρισμό τών αρχαϊκών αγαλμάτων οφείλεται προφανώς στο γεγονός ότι τέτοια αγάλματα κατασκευάστηκαν για πρώτη φορά σε περιοχές της Ιωνίας (Έφεσο, Σάμο, Χίο κ.ά.].
ΠΑΡ. αρχ. κουρήϊος, κούρητες, Κουρήτες, κουρίδιος, κουρίζω, κουρικός, κούριος, κουρόσυνος, κουρότερος, κουρώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μσν. κουροφθόρος
αρχ.
κουροβόρος, κουρογονία, κουροθαλής, κουροκτόνος, κουροτόκος, κουροτρόπος, κουροτρόφος κουρόφιλος. (Β' συνθετικό) αρχ. αγλαόκουρος, άκουρος].
(II)
κοῦρος, ὁ (Α)
μικρό κλαδί που κόβεται από δένδρο για καθαρισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κουρά.
(III)
ο
το κούρεμα, η κουρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του κουρεύω.