νεοπαθής
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
ές, A = νεοπενθής 1, A.Eu.514 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 243] ές, in frischem Schmerz, τεκοῦσα νεοπαθής, Aesch. Eum. 489.
Greek (Liddell-Scott)
νεοπᾰθής: -ές, = νεοπενθής, Αἰσχύλ. Εὐμ. 514· πρβλ. νεοπευθής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
dont la souffrance est récente.
Étymologie: νέος, πάθος.
Greek Monolingual
νεοπαθής, -ές (Α)
αυτός που πρόσφατα υπέπεσε σε πένθος ή σε οδύνη («ἢ τεκοῦσα νεοπαθὴς οἶκτον οἰκτίσαιτ'», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -παθής (< θ. παθ-, πρβλ. ἔ-παθ-ον, αόρ. β' του πάσχω), πρβλ. πολυ-παθής].
Greek Monotonic
νεοπᾰθής: -ές (πάθος), = νεοπενθής, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
νεοπᾰθής: погруженный в свежую скорбь (πατὴρ ἢ τεκοῦσα Aesch.).