ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
Full diacritics: φυροῖ | Medium diacritics: φυροῖ | Low diacritics: φυροί | Capitals: ΦΥΡΟΙ |
Transliteration A: phyroî | Transliteration B: phyroi | Transliteration C: fyroi | Beta Code: furoi= |
Α
(κατά τον Ησύχ.) «μολύνει, ῥυποῖ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. φύρω και έχει πιθ. σχηματιστεί μέσω του επιθ. φυρός].