Δευτερονόμιον
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Greek (Liddell-Scott)
Δευτερονόμιον: τό, ὁ δεύτερος νόμος, ἐπιγραφὴ τοῦ πέμπτου βιβλίου τῆς Πεντατεύχου, Ἑβδ. ἴδε Δευτ. 17. 18, Ἰώσ. 8 (9). 32.
Spanish (DGE)
-ου, τό
segunda ley LXX De.17.18, Io.9.2c
•Deuteronomio, e.e. segunda ley quinto libro del Pentateuco atribuido a Moisés, LXX De.tít., Origenes Cels.2.54, Amph.Seleuc.266, Epigr.Anat.25.1995.91 (Laodicea II/III d.C.).