κάλλυντρον

From LSJ
Revision as of 15:30, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλλυντρον Medium diacritics: κάλλυντρον Low diacritics: κάλλυντρον Capitals: ΚΑΛΛΥΝΤΡΟΝ
Transliteration A: kállyntron Transliteration B: kallyntron Transliteration C: kallyntron Beta Code: ka/lluntron

English (LSJ)

τό, A broom, brush, Cleanth.Stoic.1.130, Plu.Dio55; ἀντὶ τοῦ δόρατος κ. φέρων Anon. ap. Suid. II an unknown shrub, Arist.HA553a20.

German (Pape)

[Seite 1312] τό, ein Geräth zum Schönmachen, Putzen, Reinigen, bes. der Besen, B. A. 14, 12; Plut. Dion. 55. – Der Schmuck, S. Emp. adv. eth. 73; bes. weiblicher Kopfputz. – Bei Arist. H. A. 5, 21 eine Blume, vielleicht gleich κήρινθος.

Greek (Liddell-Scott)

κάλλυντρον: τό, ἐργαλεῖον πρὸς καθαρισμόν, σάρωθρον, «σκοῦπα», Πλουτ. Δίων 55, Κλήμ. Ἀλ. 238. ΙΙ. κόσμημα, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· «κάλλυντρα· σκόλοπες, χάρακες, κοσμητήρια» Ἡσύχ. ΙΙΙ. ἄγνωστος θάμνος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 21, 1.

French (Bailly abrégé)

ου (τό),
I. tout ce qui sert à nettoyer :
   1. balai, partic. plumeau, PLUT. Dio 55, CLÉM. 238;
   2. p. suite, touffe de spathe ou de palmier, LXX Lev. 23, 40;
II. coiffure de femme, Anon. (SUID.);
III. plante, κήρινθος, ARSTT. HA 5.21.1.
Étymologie: καλλύνω.

Greek Monolingual

κάλλυντρον, τὸ (Α) καλλύνω
1. το μέσο με το οποίο καθαρίζουμε, η σκούπα («σαίρουσαν δὲ καλλύντρῳ τινὶ τὴν οἰκίαν», Πλούτ.)
2. κλαδί από φοινικιά
3. είδος φυτού
4. κόσμημα.

Greek Monotonic

κάλλυντρον: τό, εργαλείο καθαρισμού, σκούπα, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάλλυντρον -ου, τό [καλλύνω] bezem, borstel.

Russian (Dvoretsky)

κάλλυντρον: τό
1) щетка, метла (σαίρειν καλλύντρῳ τὴν οἰκίαν Plut.);
2) украшение, прикраса Sext.;
3) «метелка» (неизвестное нам растение) Arst.

Middle Liddell

κάλλυντρον, ου, τό,
an implement for cleaning, broom, Plut.