θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
ἐλλοχῶ (-άω) (AM)ενεδρεύω, παραμονεύωαρχ.είμαι γεμάτος («ἐλλοχᾶσθαι κακοῖς» — γεμάτος από κακά που θα ξεσπάσουν όπως αυτοί που ενεδρεύουν και είναι έτοιμοι να επιτεθούν).