ἀμιγής
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
English (LSJ)
ές, (μίγνυμι) A unmixed, pure, ἡδοναί Arist.EN1173a23; ἀ. καὶ καθαρός, of νοῦς, Id.Metaph.989b15; τὰ ἐλάχιστα καὶ ἀ. πέρατα τῶν μηκῶν, of geometrical points, Epicur.Ep.1p.17U.: c. gen., εἰλικρινῶς Ἕλληνες καὶ ἀ. βαρβάρων Pl.Mx.245d; ἀ. πρὸς ἄλληλα Id.Plt.265e; ἀ. τινί Aret.CD2.3, Jul.Or.2.70b. Adv. -γῶς Iamb.Myst.1.9, Herm. ap.Stob.1.49.68; also -γί Hdn.Epim.254. II virgin, Sch.E. Or.108. III ἀ. βίβλοι rolls containing a single author, opp. συμμιγεῖς, Tz.Proll.Ar.
German (Pape)
[Seite 124] ές, unvermischt, rein, ἡδοναί Arist. Eth. Nic. 10, 3, 2; βαρβάρων, nicht mit den B. vermischt, Plat. Menex. 245 d; ἀμ. γένει πρὸς ἄλληλα, das Geschlecht nicht mit einander vermischend, Polit. 265 e; τοῦ φαύλου Luc. Gymn. 25; ἑτέρων χρωμάτων Bis acc. 8; Arist. τοῖς φαύλοις ἀμιγές.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμῐγής: -ές, (μίγνυμι) ἄμικτος, μὴ μεμιγμένος, καθαρός, ἡδοναὶ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 3, 2· ἀμ. τι καὶ καθαρόν, ὁ αὐτ. Μεταφ. 1. 8: μετ. γεν. πράγμ., ὁ μὴ ἀναμεγιγμένος μέ τι πρᾶγμα, Πλάτ. Μενέξ. 245D· οὕτως ἀμ. πρὸς ἄλληλα ὁ αὐτ. Πολιτ. 265Ε· ἀμ. τινὶ Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Νόσ. 2. 3. Ἐπιρρ. -γῶς, καὶ (καθ’ Ἡρωδιαν. Ἐπιμ. 254) -γί.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
sans mélange, pur.
Étymologie: ἀ, μίγνυμι.
Spanish (DGE)
-ές
I 1puro, no mezclado, sin mezcla de abstr. (αἱ ἡδοναί) αἳ μὲν ἀμιγεῖς αἳ δὲ μικταί Arist.EN 1173a23, ὁ νοῦς Arist.Metaph.989b15, Alex.Aphr.in Metaph.69.13, καθαρὰ φέρεται καὶ ἀ. ἡ ὀσμή Thphr.CP 6.17.1, τὰ σχήματα ... ἀκριβέστερα καὶ ἀμιγέστερα Thphr.Sens.73, ἀκρότητες Ph.1.285, Ptol.Iudic.5.16, κρίματα Ptol.Iudic.16.5, χαρά Plu.2.1091e, c. gen. ἀμιγῆ παντὸς ψεύδους Plb.38.4.8
•de líquidos ἀμιγὲς τῇ θαλάττῃ ... τὸ πότιμον ὕδωρ Str.6.2.4, ἄκρατος οἶνος ἀμιγὴς πρὸς ὕδωρ Poll.6.23, αἷμα ... ἀ. ἑτέρης οὐσίης Aret.SA 2.2.4, cf. SD 2.7.4, tb. del éter ἀ. αἰθήρ Plu.2.430d
•de pers. διὰ τὸ εἰλικρινῶς εἶναι Ἕλληνας καὶ ἀμιγεῖς βαρβάρων Pl.Mx.245d
•virgen, que no ha tenido relaciones sexuales παρθένος δέ ἐστιν ἥ τε ἀ. καὶ ἡ ἄρτι ἡβῶσα Sch.E.Or.108
•de monedas de metal puro, sin aleación ὥστε τὸ ἀργυροῦν νόμισμα, ἀμιγὲς καὶ καθαρὸν γινόμενον ... χαλκῷ προσμίξαι D.C.Epit.8.26.14
•de libros que no contienen miscelánea de autores, de un solo autor op. συμμιγεῖς: (βίβλων) ἀμιγῶν δὲ καὶ ἁπλῶν μυριάδες ἐννέα Tz.Prol.Com.p.19
•subst. τὸν ... ἥλιον ἐν διαυγεῖ καὶ ἀμιγεῖ κινεῖσθαι que el sol se mueve en una región clara y no turbada D.L.9.10.
2 separado, diferente ὥσπερ οὖν ἐναντίαι αἱ προθέσεις, οὕτως ἀμιγὴς ἡ μετάστασις Isid.Pel.Ep.M.78.296B.
II no mezclable, que no puede tener relaciones con, que trasciende toda relación τὸ δ' ἀγαθὸν ἀμιγές ἐστι τοῖς φαύλοις Arist.MM 1204a38, (οἱ θεοί) ἀμιγεῖς Procl.Inst.126
•que no procrea con otra especie del ganado excepto los équidos ἀμιγὲς γένει πρὸς ἄλληλα Pl.Plt.265e.
III adv. -ῶς sin mezcla ἀ. πάρεστι τῷ ἀέρι τὸ φῶς Iambl.Myst.1.9, ῥέουσι γὰρ δι' αὐτοῦ ἀμιγῶς ... ὡς δι' ἐλαίου ὕδωρ Corp.Herm.Fr.25.10.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀμιγής)
αυτός που δεν περιέχει ξένα στοιχεία, άμικτος, ανόθευτος, καθαρός
μσν.
παρθενικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + -μιγής < ἐμίγην μ(ε)ίγνυμι].
Greek Monotonic
ἀμῐγής: -ές (μίγνυμι), μη αναμεμειγμένος, καθαρός, αγνός, ανόθευτος, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμῐγής:
1) беспримесный, чистый (ἡδονή Arst.): ἀ. τινος Plat., Plut., Luc. без примеси чего-л.;
2) несмешивающийся или несмешанный (πρός τι Plat.).