ἀπερίεργος
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
English (LSJ)
ον, not over-busy, artless, simple, Hp. Decent.3; ἀγωγή Gal.13.168; of things, Dsc.Eup.1.35, Sor.2.11; ἀφελὴς καὶ ἀ. χρῆσις Ath.6.274a: Sup., ib.b; τὸ ἀ. simplicity, Plu.2.1144f, Ach.Tat.5.27. Adv. ἀπεριέργως = without refinement, simply Ceb.21, D.H.Dem.9, Sor.1.46, S.E. P.1.240, Ael.VH12.1.
German (Pape)
[Seite 287] ohne Umstände, kunstlos, einfach, βρωτὰ ἀπεριεργότατα Ath. VI, 274 b; Ael. V. H. 12, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερίεργος: -ον, ἀπέριττος, μὴ ἐξεζητημένος, ἁπλοῦς, λιτός, ἀφελής, Ἱππ. 22. 42, Ἀθήν. 274Α. ― Ὑπερθ. ἀπεριεργότατα ὁ αὐτὸς 274Β· ―τὸ ἀπερίεργον, τὸ ἀφελές, ἡ ἁπλότης, Πλούτ. 2. 1144Ε· πρβλ. Αἰλ. Π. Ἱ. 12. 1. ― Ἐπίρρ. -γως Κέβης 21.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non recherché, simple ; τὸ ἀπερίεργον simplicité.
Étymologie: ἀ, περίεργος.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no afectado o artificioso, sencillo de pers., Hp.Decent.3, ὁ σπουδαῖος Chrysipp.Stoic.3.161, de costumbres χρῆσις Posidon.266
•no complicado, no excesivamente elaborado, simple de remedios médicos ἀγωγή Gal.13.168, πεσσοί Sor.101.27, de infusiones, Dsc.Eup.1.35, de la comida y bebida, Ath.274b
•subst. τὸ ἀ. sencillez τὸ ... ἀ. τῆς ἀρχαίας μουσικῆς Plu.2.1144e, τὸ ἀ. εἰς Ἀφροδίτην Ach.Tat.5.27.4.
2 carente de relación (con la magia) τὸ ... τοῦ λοιμοῦ προαισθέσθαι Eus.Hierocl.35.
II 1no inquisitivo, que no se altera por nada de pers. Teles p.56.1, Vit.Aesop.G 56, 60, de la fe, Basil.M.32.648B, Gr.Ant.Bapt.2 M.88.1873B
•neutr. subst. aceptación no inquisitiva de los evangelistas, Vict.Mc.16.9.
III subst. τὸ ἀπερίεργον = ausencia de molestias o de virulencia ref. a la persecución τῶν καθ' ἡμᾶς ἡσυχῇ τὸ ἀ. εἰληφότων Eus.MP 13.1.
IV adv. ἀπεριέργως
1 con sencillez, de manera no recargada γυνὴ ... κεκοσμημένη ... ἀ. Ceb.21, (γυνή) ἀ. καλὴ ἦν Ael.VH 12.1, ῥηθῆναι D.H.Dem.9, λέγειν S.E.P.1.240
•simplemente, sin más ἀ. χρωμένην ἀλείμματι Sor.33.7, cf. Hsch.
2 no inquisitivamente πιστεύεται Epiph.Const.Anc.67, ὠνεῖσθαι Clem.Al.Paed.2.1.10.
Greek Monolingual
ἀπερίεργος, -ον (AM)
1. (για πρόσωπα κ. πράγματα) ο μη εξεζητημένος, απέριττος, λιτός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπερίεργον
η απλότητα, η αφέλεια.