διῶρυξ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
διώρῠχος (sts. in Pap., BGU543.7 (i B. C.), etc.; later Gr. more freq. διώρῠγος PPetr.3p.60 (iii B. C.), Tab.Heracl.1.59, PTeb.72.72 (ii B. C.), J.Vit.31, etc.), ἡ (ὁ, PRyl.154.18):— trench, conduit, canal, Hdt.1.75, Hp.Aër.15, Th.1.109, etc.; κρυπτὴ διῶρυξ = an underground passage, Hdt.3.146; = fossa, Plu.Fab.1 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
διῶρυξ: -ῠχος (καὶ παρὰ μεταγεν. -ῠγος, ἴδε Λοβ. Φρύν. 230), ἡ·- αὖλαξ, χάνδαξ, τάφρος, Ἡρόδ. 1. 75, Ἱππ. Ἀέρ. 290, Θουκ. 1. 109, κτλ.·κρυπτὴ δ., ὑπόγειος ὀχετός, Ἡρόδ. 3. 146. - Πρβλ. καὶ Κόντ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σ. 321. 323.
French (Bailly abrégé)
υχος (ἡ) :
fossé (tranchée, canal, mine, etc.) : διῶρυξ κρυπτή HDT conduit souterrain.
Étymologie: διορύσσω.
Spanish (DGE)
-υχος, ἡ
• Alolema(s): διόρ- Hsch.ε 2702
• Morfología: [masc. SEG 35.1483A.8, B.7 (Termas de Hímera II/I a.C.), PRyl.154.18 (I d.C.); decl. sobre διώρυγος TEracl.1.59 (IV a.C.), PPetr.3.28re.(e).20 (III a.C.), PTeb.72.72 (II a.C.), IGDS 202 (Termas de Himera II/I a.C.), SEG ll.cc.]
1 canal, conducto de agua en obras hidraúlicas artificiales, Hdt.1.75, Th.1.109, en zonas pantanosas, Hp.Aër.15, TEracl.l.c., Hsch.l.c., ἐκ ποταμοῦ πρὸς ποταμὸν διώρυχες εἰς διάπλουν Lib.Or.11.201, esp. para el riego en regiones y zonas desérticas, Plb.9.43.2, LXX Ie.38.9, PPetr.l.c., PTeb.l.c., POxy.3462.2 (I a.C.), Mela 3.80, PRyl.l.c., PBeatty Panop.2.223 (III d.C.), PWash.Univ.7.6 (V/VI d.C.), para conducción de agua y alcantarillado en instalaciones urbanas δ. γναφικός SEG ll.cc., IGDS l.c., asociado a un culto de Asclepio Ἀσκληπιῷ Ἐπιδαυρίῳ ... διώρυγα κατοικοῦντι IApameia 5.6 (II d.C.), cf. Διορυγείτης
•canal portuario τὸ τῆς διώρυχος στόμα Pl.Criti.117e.
2 pasadizo subterráneo κρυπτὴ δ. ἐκ τῆς ἀκροπόλιος φέρουσα ἐπὶ θάλασσαν Hdt.3.146
•táct. mina en el asedio de ciudades, Polyaen.4.18.1.
3 trinchera, foso para la caza, Plu.Fab.1.
Greek Monotonic
διῶρυξ: -ῠχος, ἡ (διορύσσω), αυλάκι, χαντάκι, τάφρους, αγωγός, κανάλι, σε Ηρόδ., Θουκ.· κρυπτὴ δ., υπόγειος οχετός, αγωγός, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
διῶρυξ: ῠχος и ῠγος ἡ ров, канал Her., Thuc., Xen., Plat., Arst., Plut.: δ. κρυπτή Her. потайной подземный ход.
Middle Liddell
n διορύσσω
a trench, conduit, canal, Hdt., Thuc.; κρυπτὴ δ. an underground passage, Hdt.