ὀφθαλμία

From LSJ
Revision as of 11:50, 15 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " l.c." to " l.c.")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀφθαλμία Medium diacritics: ὀφθαλμία Low diacritics: οφθαλμία Capitals: ΟΦΘΑΛΜΙΑ
Transliteration A: ophthalmía Transliteration B: ophthalmia Transliteration C: ofthalmia Beta Code: o)fqalmi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, A ophthalmia, a disease of the eyes accompanied by the discharge of humours, Hp.Aër.10, Epid.1.5 (both pl.), Vid.Ac.9 (sg.), Ar.Pl.115, X.Mem. 3.8.3, Pl.Phdr.255d, Alc.2.139e, etc.; ὀ. ξηραί Hp.Aër. l.c.; -ίαι ὑγραί ib.3. II metaph., [φθόνος] ὀ. τίς ἐστιν ψυχῆς Phld.Vit. p.21 J.

German (Pape)

[Seite 425] ἡ, Augenkrankheit, Triefäugigkeit; νοσεῖ που ἄνθρωπος ὀφθαλμούς, ᾧ ὄνομα ὀφθαλμία, Plat. Gorg. 496 a; Phaedr. 255 d; Xen. Mem. 3, 8, 3; Pol. 3, 79, 12; ξηρά, Arist. probl. 1, 9, 3. Bei Ar. Plut. 115 Blindheit.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφθαλμία: ἡ, (ὀφθαλμὸς) «πονόμματος», Λατ. lippitudo, νόσος τῶν ὀφθαλμῶν καθ’ ἣν γίνεται καὶ ἔκκρισις ὑγρῶν, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ἀριστοφ. Πλ. 115, Ξεν. Ἀπομν. 8. 3, Πλάτ. Φαῖδρ. 255D, κλτ.· ὀφ. ξηρὰ Ἱππ. ἔνθ. ἀνωτ.· ὑγρὰ ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 281. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὀφθαλμία, ἡ πήρωσις. Ἀριστοφάνης Πλούτῳ (115), ‘ταύτης ἀπαλλάξειν σε τῆς ὀφθαλμίας’, ἰδίως ὀφθαλμίαν τὴν πήρωσίν φησιν».

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 ophtalmie avec épanchement d’humeurs et chassie;
2 cécité.
Étymologie: ὀφθαλμός.

Greek Monolingual

ὀφθάλμια, τὰ (Α)
βλ. οφθάλμιος.
η (Α ὀφθαλμία, ιων. τ. όφθαλμίη) οφθαλμός
νεοελλ.
γενική ονομασία τών φλεγμονωδών παθήσεων του οφθαλμού και τών οργάνων του («οφθαλμία τών χιόνων» — έντονη επιπεφυκίτιδα με πόνο του ματιού, δακρύρροια, φωτοφοβία και, μερικές φορές, ελαφρά εξέλκωση του κερατοειδούς, η οποία οφείλεται στην ανάκλαση τών ηλιακών ακτίνων από τα χιόνια)
αρχ.
1. νόσος τών οφθαλμών κατά την οποία εκκρίνεται υγρό
2. μτφ. φθόνος.

Greek Monotonic

ὀφθαλμία: ἡ (ὀφθαλμός), οφθαλμία, πάθηση των ματιών, που συνοδεύεται από εκκρίσεις υγρών από τα μάτια, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ὀφθαλμία:
1) воспаление глаз (преимущ. гнойное) Xen., Plat., Arst., Plut.;
2) слепота: ἀπαλλάξειν τινὰ τῆς ὀφθαλμίας Arph. освободить кого-л. от слепоты.

Middle Liddell

ὀφθαλμία, ἡ, ὀφθαλμός
ophthalmia, Ar., Xen., etc.