κατάλληλα
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
Greek Monolingual
επίρρ.
βλ. κατάλληλος.
Russian (Dvoretsky)
κατάλληλα: adv.
1) одновременно (κ. Μακεδόνων μὲν ἀπὸ τῆς Ῥωμαίων φιλίας, Λακεδαιμονίων δὲ τῆς τῶν Ἀχαιῶν συμπολιτείας ἀποστάντων Polyb.);
2) последовательно (αἱ κ. γενόμεναι πράξεις Polyb.).