γάζα

From LSJ
Revision as of 15:55, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γάζα Medium diacritics: γάζα Low diacritics: γάζα Capitals: ΓΑΖΑ
Transliteration A: gáza Transliteration B: gaza Transliteration C: gaza Beta Code: ga/za

English (LSJ)

[γᾱ], ἡ, A treasure, Thphr.HP8.11.5, OGI54.22(iii B. C.), Epigr. ap.Str.14.1.39, LXX 2 Es.5.17, Act.Ap.8.27, etc.; ἐκ τῆς βασιλικῆς γ. D.S.17.35. II large sum of money, Plb.11.34.12. (Persian word.)

German (Pape)

[Seite 470] ἡ, (persisches Wort), der königliche Schatz, D. Sic.; übh. eine Summe Geldes, Poll. 11, 34. 22, 26; aber 26, 6 werden τὰ χρήματα καὶ ἡ γάζα vbdn, wo an andere Kostbarkeiten zu denken.

Greek (Liddell-Scott)

γάζα: ἡ, θησαυρός, Θεόφρ. Ἱ.Φ. 8.11,5, Συλλ. Ἐπιγρ. 5127Α.22· ἐκ τῆς βασιλικῆς γ. Διόδ. 17.35· παρὰ Πολυβ., ποσότης τις χρημάτων, 11.34,12, κτλ. (Ἡ λέξις λέγεται Περσική).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 le trésor du roi de Perse ; trésor royal;
2 p. ext. grosse somme d’argent.
Étymologie: mot persan.

English (Abbott-Smith)

γάζα, -ης, ἡ (a Persian word), [in LXX for גִּנְזִין, II Es 5:17 6:1 7:20, 21, Es 4:7; גִּזְבָּר, II Es 7:21; Is 39:2*;]
treasure: Ac 8:27.†

English (Strong)

of foreign origin; a treasure: treasure.

Greek Monolingual

(I)
η
1. λεπτό ημιδιαφανές ύφασμα μεταξωτό, λινό ή βαμβακερό
2. διάφανο κεφαλομάντηλο
3. «φαρμακευτική ή χειρουργική γάζα» — αποστειρωμένα κομμάτια ή ταινίες λεπτού υφάσματος που χρησιμοποιούνται για επικάλυψη και επίδεση τραυμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προήλθε από την ονομασία της Γάζας, πόλης της Παλαιστίνης, και εισήλθε στην Ελληνική μέσω του τουρκικού jc (γαζ) «γάζα» ή του γαλλ. gaze «γάζα». Πρβλ. γερμ. Gaze, αγγλ. gauze, ισπ. gaza,. ιταλ. garza].
(II)
η (Α)
1. θησαυρός, πολύτιμα αντικείμενα αποθηκευμένα σε θησαυροφυλάκιο
2. μεγάλο χρηματικό ποσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνειο από την Περσική (πρβλ. μσν. περσικό ganj). Η λατ. λέξη gaza, όπως πιθανώς και η συρ. gazā, είναι με τη σειρά τους δάνεια από την Ελληνική].

Greek Monotonic

γάζα: ἡ, Λατ. gaza, θησαυρός, σε Θεόκρ. (περσική λέξη).

Russian (Dvoretsky)

γάζα: ἡ перс.
1) царская казна, казнохранилище (ἡ βασιλικὴ γ. Diod.);
2) денежная сумма (ἡ γ. ἡ ὁμολογηθεῖσά τινι Polyb.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: (royal) traesury (Thphr., OGI 54, 22 [IIIa]);
Compounds: γαζο-φύλαξ (LXX).
Derivatives: None.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Pers.
Etymology: Acc. to Pomp. Mela 1, 64 a. o. Persian, cf. MPers. ganj, of Median origin (Mayrhofer WienAkadAnz. 1968: 1, 13f); Mayrhofer KEWA 1, 315 gañja-. Also Arm. ganǰ. From Gr. Lat. gaza; also Syr. gazā.

Middle Liddell

[A Persian word.]
Lat. gaza, treasure, Theophr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γάζα -ης, ἡ schat.

Frisk Etymology German

γάζα: {gáza}
Grammar: f.
Meaning: Schatzkammer, der königliche Schatz (Thphr., OGI 54, 22 [IIIa], Plb. usw.);
Composita : als Vorderglied in γαζοφύλαξ Schatzwächter mit γαζοφυλακέω und γαζοφυλάκιον (alles hell.).
Derivative: Keine Ableitungen.
Etymology : Nach Pomp. Mela 1, 64 u. a. persisch, vgl. mpers. ganj. Aus dem Griechischen stammt lat. gaza, wohl auch syr. gazā.
Page 1,282

Chinese

原文音譯:g£za 瓜撒
詞類次數:名詞(1)
原文字根:銀庫
字義溯源:財寶*,王室的財寶,銀庫
同源字:1) (γάζα2)財寶 2) (γαζοφυλάκιον)寶藏 3) (φυλάσσω)看守
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 銀庫(1) 徒8:27
原文音譯:G£za 瓜撒
詞類次數:專有名詞(1)
原文字根:強而有力
字義溯源:迦薩;非利士五大城之一,在通往埃及的大道上。字義:強壯,源自希伯來文(עַזָּה‎)=迦薩,強壯的);而 (עַזָּה‎)出自(עַז‎ / עָז‎)=強而有力的), (עַז‎ / עָז‎)又出自(עָזַז‎)=剛勇的)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 迦薩(1) 徒8:26