διευλαβέομαι

From LSJ
Revision as of 17:50, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διευλᾰβέομαι Medium diacritics: διευλαβέομαι Low diacritics: διευλαβέομαι Capitals: ΔΙΕΥΛΑΒΕΟΜΑΙ
Transliteration A: dieulabéomai Transliteration B: dieulabeomai Transliteration C: dievlaveomai Beta Code: dieulabe/omai

English (LSJ)

aor. A -ηυλαβήθην Pl.Lg.843e:—take good heed to, beware of, be on one's guard against, c. acc., Id.Phd.81e, Lg.797a, LXXDe.28.60, Plb.14.2.7, etc.: c. gen., Pl.Lg.843e; δ. μὴ… ib.789e; but δ. μὴ παθεῖν Id.Ep.351c. 2 reverence, τινά Id.Lg.879c.

Greek (Liddell-Scott)

δῐευλᾰβέομαι: ἀόρ. -ηυλαβήθην Πλάτ. Νόμ. 843Ε· ἀποθ.· -προσέχω πολύ, προφυλάττομαι πολὺ ἀπό τινος, μετ’ αἰτ., ὁ αὐτ. Φαίδωνι 81Ε, Νόμ. 797Α· μετὰ γεν., αὐτόθι 843Ε· δ. μὴ… αὐτόθι 789Ε· ἀλλά, δ. μὴ παθεῖν Ἐπ. Πλάτ. 351C. 2) σέβομαι, τιμῶ, τινα ὡς πατέρα αὐτόθι 879C.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
1 prendre ses précautions, se garder avec soin;
2 vénérer, respecter.
Étymologie: διά, εὐλαβέομαι.

Spanish (DGE)

I 1tener cuidado con ἐὰν πυρεύων τὴν ὕλην μὴ διευλαβηθῇ τὴν τοῦ γείτονος si al hacer una hoguera no tiene cuidado con el bosque del vecino Pl.Lg.843e
respetar τὸν δὲ προέχοντα εἴκοσιν ἡλικίας ἔτεσιν Pl.Lg.879c.
2 guardarse de, evitar τό γε σφόδρα ἄτοπον Pl.Lg.797a, τὴν σμικρολογίαν ... διευλαβεῖσθαι καὶ φεύγειν Plu.2.7a, τὰς τοιαύτας ἐπιπλήξεις D.61.18, cf. 19.119, (τὴν ὀδύνην) LXX De.28.60, τὸν υἱὸν Ἀντιόχου LXX 2Ma.9.29, cf. Ib.6.16, τὴν τῶν Καρχηδονίων συγκατάθεσιν Plb.14.2.7, c. inf. μηδὲν ἐπὶ πλεῖον κινῆσαι Arist.HA 581b14
c. complet. c. μή cuidarse de que, temer que μή πῃ βίᾳ ἐπερειδομένων στρέφηται τὰ κῶλα Pl.Lg.789e, cf. Ep.351c, μὴ ... φιλοτιμότερος ᾖ πρὸς τὸ βλάπτειν αὐτούς Plb.21.16.5, cf. 28.7.7, Hld.10.36.1.
II intr.
1 contenerse, ser prudente Pl.Phd.81e, Plu.2.90a.
2 en v. med.-pas. tener miedo διευλαβηθεὶς ἀνέστρεψεν εἰς Ἔφεσον D.S.14.36.

Greek Monotonic

δῐευλᾰβέομαι: αόρ. αʹ -ηυλαβήθην, αποθ., παίρνω καλές προφυλάξεις, προσέχω, βρίσκομαι σε επιφυλακή απέναντι σε, με αιτ. ή γέν., σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

διευλᾰβέομαι: (aor. διηυλαβήθην)
1) тщательно остерегаться, всячески беречься, избегать (τι Plat., Arst., Plut. и τινος Plat.; μὴ παθεῖν и μὴ στρέφηται τὰ κῶλα Plat.);
2) уважать, почитать (τινα ὡς πατέρα Plat.).

Middle Liddell

aor1 -ηυλαβήθην
Dep. to take good heed to, beware of, be on one's guard against, c. acc. or gen., Plat.