ἐντομή

From LSJ
Revision as of 18:50, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2, $3:")

ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντομή Medium diacritics: ἐντομή Low diacritics: εντομή Capitals: ΕΝΤΟΜΗ
Transliteration A: entomḗ Transliteration B: entomē Transliteration C: entomi Beta Code: e)ntomh/

English (LSJ)

ἡ, A slit, groove, Hp.Art.33,47; in insects, notch, incision, Arist.HA487a33(pl.), 523b14(pl.); ἐντομαὶ κτενός Luc.Am.44. 2 hewing of masonry, λίθοι ἐντομῇ (v.l. ἐντομῇ) ἐγγώνιοι Th.1.93. 3 narrow gorge, cleft, D.S.1.32.

German (Pape)

[Seite 857] ἡ, das Einschneiden, der Einschnitt, Arist. H. A. 4, 1 Theophr. u. A.; Kluft, Spalt, τόπος κρημνοῖς συγκλειόμενος εἰς στενὴν ἐντομήν D. Sic. 1, 32; a. Sp.; vgl. Plut. Arst. 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντομή: ἡ, ἐγχάραξις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799· βαθὺ χάραγμα τῶν ἐντόμων, ἔνθα φαίνονται ὡς ἐντετμημένα, ἔντομα ὅσα ἔχει κατὰ τὸ σῶμα ἐντομὰς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 16., 4. 1, 5 (πρβλ. ἔντομος ΙΙ)· ἐντομαὶ κτενὸς Λουκ. Ἔρωτ. 44. 2) στενὴ δίοδος, χαράδρα, περὶ τῶν καταρρακτῶν τοῦ Νείλου, τόπος γάρ ἐστι... συγκλειόμενος εἰς στενὴν ἐντομὴν Διόδ. 1. 32. ΙΙ. θυσία (ἴδε ἔντομος Ι), ἀμφ. παρὰ Πλουτ. 2. 857Β.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 corte, incisión, muesca en una pieza de madera ξύλον ..., ἐντομὴν παραμηκέα ἔχον, κατορύξαι Hp.Art.47, cf. 33, en plantas para extraer la resina o la savia, Thphr.HP 9.1.6, cf. 9.4.4
entalladura, muesca en las patas de una cama, Clem.Al.Paed.2.9.78
tajo o quebrada como paso o desfiladero στενὴ ἐ. D.S.1.32, cf. Plu.Arat.18
bot. hendidura en hojas o flores φύλλον δὲ ἐντομὰς ἔχον Thphr.HP 4.3.1, cf. 6.2.5, ἄνθη λευκά, ... ἐντομὰς πολλὰς ἔχοντα Dsc.3.108
medic. grieta, llaga βαθεῖαι Aret.SD 2.13.16.
2 arq. corte, talla de una piedra λίθοι ... ἐντομῇ ἐγγώνιοι piedras cortadas a escuadra Th.1.93, cf. Procop.Aed.1.2.2.
3 fosa, sepultura ὁ δῆμος ... τὴν ἐντο[μ] ὴν [κα] θιέρωσεν TAM 5.1098.2 (Tiatira I a.C.?).
4 sección, segmento delimitado por un corte o hendidura καλῶ δ' ἔντομα ὅσα ἔχει κατὰ τὸ σῶμα ἐντομάς de los insectos, Arist.HA 487a33, cf. 523b14, Clem.Al.Strom.7.6.32
púa, diente en un peine, Luc.Am.44.

Greek Monolingual

η (Α ἐντομή)
εγκοπή, σχισμή, αυλάκωμα
νεοελλ.
1. ανατ. ονομασία που δίνεται σε σχισμές ή αύλακες που παρατηρούνται σε διάφορα οστά ή άλλα όργανα
2. κάθε τομή του φλοιού που αποβλέπει στην ενδυνάμωση του φυτού («εγκάρσια εντομή», «δακτυλοειδής εντομή»)
αρχ.
1. στενή δίοδος, χαράδρα
2. (για λιθοδομία) λάξευση
3. το κενό που δημιουργείται από την εντομή.

Russian (Dvoretsky)

ἐντομή:
1) надрез, зазубрина: πριστοῦ κτενὸς ἐντομαί Luc. зубья гребня;
2) насечка, перетяжка (τὰ ἔντομα ἔχει κατὰ τὸ σῶμα ἐντομάς Arst.);
3) расселина, ущелье (στενή Diod.; πλαγία Plut.).