λογάριον

From LSJ
Revision as of 19:20, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογᾰ́ριον Medium diacritics: λογάριον Low diacritics: λογάριον Capitals: ΛΟΓΑΡΙΟΝ
Transliteration A: logárion Transliteration B: logarion Transliteration C: logarion Beta Code: loga/rion

English (LSJ)

τό, Dim. of λόγος, Ar.Fr.810 (pl.); λ. δύστηνα wretched A petty speeches, D.19.255; τὰ ἐκ στοᾶς λ. Theognet.1.2; λογάρια δειπνεῖν dine off mere words, Ath.6.270d. II account, PTeb.20.8 (ii B. C.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

λογάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ λόγος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 640· λογάρια δύστηνα μελετήσας καὶ φωνασκήσας, ἀθλίους καὶ εὐτελεῖς λόγους μελετήσας καὶ φ., Δημ. 421. 20· τῶν... ἐκ τῆς ποικίλης στοᾶς λογαρίων ἀναπεπλησμένος νοσεῖς Θεόγνητ. ἐν «Φάσματι» 1. 1.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit mot, courte sentence.
Étymologie: λόγος.

Greek Monotonic

λογάριον: [ᾰ], τό, υποκορ. του λόγος, λογάριον δύστηνα, άθλια και ευτελή λόγια, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

λογάριον: τό
1) словечко, изреченьице Plut.;
2) маленькая речь Dem.

Middle Liddell

λογά¯ριον, ου, τό, [Dim. of λόγος
λ. δύστηνα wretched petty speeches, Dem.