ἡρωϊκός
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
English (LSJ)
ή, όν, of the heroes, κατὰ τοὺς ἡ. χρόνους (cf. ἥρως Ι. 1) Arist. Pol. 1285b4; ἡ χλαῖνα ἡ. φόρημα Ammon. Diff. p. 140V.
of or for a hero, heroic, φῦλον Pl. Cra. 398e; ἡ. σώματα of heroic stature, Phld. Po. 2.43; ἀρετή Arist. EN 1145a20; ἡρωϊκὰ φρονεῖν Luc. Am. 20. Adv. ἡρωϊκῶς like a hero, τελευτῆσαι τὸν βίον DS. 2.45; cf. ἡροϊκός. in Metre, ἡ. στίχος heroic verse, hexameter, Pl. Lg. 958e; μέτρον Arist. Po. 1459b32; εἰς τὴν ἡ. τάξιν ἐπανῆχθαι to be brought into an Epic poem, D. 60.9. Adv. ἡρωϊκῶς, τὴν τραγῳδίαν ἀναγνῶναι DT. 629.18.
German (Pape)
[Seite 1176] heroisch, einem Heros eigen, ihn betreffend; φῦλον Plat. Crat. 398 e; εἰς τὴν ἡρωϊκὴν ἐπανῆκται τάξιν, unter die Zahl der Heroen versetzt, Dem. 60, 9, im Ggstz gegen die geschichtliche Zeit; ἀρετή Arist. Eth. 7, 1; Sp. – Bes. μέτρον, heroisches Versmaß, Hexameter, Arist. poet. 24; στίχες Plat. Legg. XII, 958 e. – Adv., ἡρωϊκῶς τελευτῆσαι, wie ein Held sterben, D. Sic. 2, 45.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
héroïque, de héros.
Étymologie: ἥρως.
Greek Monotonic
ἡρωϊκός: -ή, -όν (ἥρως),
I. αυτός που αναφέρεται στον ήρωα, ο σχετικός με τον ήρωα, ο ηρωϊκός, σε Πλάτ. κ.λπ.·
II. στη μετρική, ἡρωϊκὸς στίχος, ο ηρωικός στίχος, δακτυλικός εξάμετρος, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἡρωϊκός:
1) героический (φῦλον Plat.; ἀρετή Arst.; τάξις Dem.): κατὰ и περὶ τοὺς ἡρωϊκοὺς χρόνους Arst. в героические времена;
2) воздвигнутый герою (ἄγαλμα Plut.);
3) стих. героический, т. е. гексаметрический, (στίχος Plat.; μέτρον Arst.).