ὀνοματοποιέω

From LSJ
Revision as of 20:40, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")

ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάοςglad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνομᾰτοποιέω Medium diacritics: ὀνοματοποιέω Low diacritics: ονοματοποιέω Capitals: ΟΝΟΜΑΤΟΠΟΙΕΩ
Transliteration A: onomatopoiéō Transliteration B: onomatopoieō Transliteration C: onomatopoieo Beta Code: o)nomatopoie/w

English (LSJ)

A coin names, Arist. Cat.7a5, EN1108a18, Top.104b36, Phld.Mus.p.54 K., Ph.1.602, S.E. M.1.314, Gal.2.736.

German (Pape)

[Seite 349] Namen, Wörter machen, bilden, Arist. eth. 2, 7 Categ. 7 u. Folgende, bes. Gramm., nach einem Naturlaut ein Wort bilden, ὀνοματοποιηθεῖσαι λέξεις S. Emp. adv. gramm. 314.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνομᾰτοποιέω: ποιῶ, κατασκευάζω ὀνόματα, Ἀριστ. Κατηγ. 7. 11, Ἠθικ. Νικ. 1. 7, 11· σχηματίζω λέξεις κατὰ μίμησιν τῶν φυσικῶν ἤχων τῶν πραγμάτων, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 10, 9· ὀνοματοποιηθεῖσαι λέξεις Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 314. ― Παθητ. πρκμ. ὠνοματοπεποίηται Εὐστ. 1382, 30 (ὀρθότ. ὠνοματοποίηται).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 former des noms;
2 former un mot par imitation d’un son naturel, par onomatopée.
Étymologie: ὄνομα, ποιέω.

Greek Monotonic

ὀνομᾰτοποιέω: μέλ. -ήσω, δημιουργώ, πλάθω ονόματα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὀνομᾰτοποιέω:
1) создавать имена, придумывать наименования Arst.;
2) создавать названия путем звукоподражания: ὀνοματοποιηθεῖσαι λέξεις Sext. звукоподражательные слова.

Middle Liddell

ὀνομᾰτο-ποιέω, fut. -ήσω
to coin names, Arist.