εὐσωματώδης
English (LSJ)
Greek (Liddell-Scott)
εὐσωμᾰτώδης: -ες, = τῷ ἑπομ., Ἀριστ. Προβλ. 2. 31.
Greek Monolingual
εὐσωματώδης, -ες (Α)
εύσωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σωματ-ώδης (< σώμα)].
Russian (Dvoretsky)
εὐσωμᾰτώδης: крепкий, хорошего телосложения Arst.