εὐρύχωρος

Revision as of 11:15, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ον, A roomy, wide, Arist.PA675b27; πεδίον D.S.19.84; ναῦς Max. Tyr.1.3; τὰ εὐ. wide spaces, Aen. Tact.2.2, Ph.Bel.92.47.

German (Pape)

[Seite 1096] von weitem Raum od. Umfang, geräumig, πόλις, πεδίον u. ä., Arist. H. A. 10, 5 u. Sp., wie D. Sic. 19, 84; LXX. oft.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρύχωρος: -ον, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 5, 12, Διόδ. 19. 84.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au vaste emplacement, vaste, spacieux.
Étymologie: εὐρύς, χώρα.

English (Strong)

from eurus (wide) and χώρα; spacious: broad.

English (Thayer)

εὐρύχωρον (εὐρύς broad, and χώρα), spacious, broad: Sept.; Aristotle, h. anim. 10,5 (p. 637a, 32); Diodorus 19,84; Josephus, Antiquities 1,18, 2; (8,5, 3; contra Apion 1,18, 2).)

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐρύχωρος, -ον)
αυτός που έχει ευρύ χώρο, μεγάλη έκταση, ο εκτεταμένος
αρχ.
αυτός στον οποίο άνετα χωράει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -χωρος (< χώρος), πρβλ. απλόχωρος, στενόχωρος].

Greek Monotonic

εὐρύχωρος: -ον (χώρα), φαρδύς, πλατύς, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

εὐρύχωρος: широкий, обширный (πόρος Arst.; πεδίον Diod.; ὁδός NT).

Middle Liddell

εὐρύ-χωρος, ον χώρα
roomy, wide, Arist.

Chinese

原文音譯:eÙrÚcwroj 由呂-何羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:好-湧出 間隔的
字義溯源:寬闊的,廣大的,寬大的,大的;由(εὐρακύλων / εὐροκλύδων)Y*=寬)與(χώρα)=地方)組成;其中 (χώρα)出自(χάσμα)=深坑),而 (χάσμα)出自(χάσμα)X*=裂開,張開)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編
1) 是大的(1) 太7:13