κοσμητός

Revision as of 11:20, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ή, όν, A well-ordered, trim, πρασιαί Od.7.127.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμητός: -ή, -όν, καλῶς τεταγμένος, ἐπιμεμελημένος, πρασιαὶ Ὀδ. Η. 127.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
mis en ordre, bien rangé.
Étymologie: κοσμέω.

English (Autenrieth)

well laid out, Od. 7.127†.

Greek Monolingual

κοσμητός, -ή, -όν (Α) κοσμώ
καλά διατεταγμένος, επιμελημένος («κοσμηταὶ πρασιαὶ παρὰ νείατον ὄρχον... πεφύασιν», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

κοσμητός: -ή, -όν (κοσμέω), επιμελημένος, καλά τακτοποιημένος, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

κοσμητός: приведенный в порядок, красиво устроенный (πρασιαί Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοσμητός -ή -όν [κοσμέω] fraai aangelegd:. κοσμηταὶ πρασιαί fraai aangelegde moestuin Od. 7.127.

Middle Liddell

κοσμητός, ή, όν κοσμέω
well-ordered, trim, Od.