ἀπερημόομαι
English (LSJ)
A to be left destitute of, τῆς τοῦ δαίμονος ἐπιμελείας Pl. Plt.274b; to be isolated, ἀπὸ τῶν ὄντων Id.Sph.237d; ἀπηρημωμένος in isolation, ἕν ψιλὸν ἀ. Plot.6.6.11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερημόομαι: παθ., μένω ἔρημός τινος, τῆς τοῦ δαίμονος ἐπιμελείας Πλάτ. Πολιτ. 274Β· ἀπὸ τῶν ὄντων ὁ αὐτ. Σοφ. 237D.
Spanish (DGE)
1 ser abandonado por, ser dejado de τῆς τοῦ ... δαίμονος ... ἐπιμελείας Pl.Plt.274b.
2 ser, quedar aislado ἀπὸ τῶν ὄντων Pl.Sph.237d, cf. Plot.6.6.11.
Russian (Dvoretsky)
ἀπερημόομαι: быть оставляемым, покидаемым (ἀπηρημωμένος τινός Plat.): ἀ. ἀπό τινος Plat. быть отрешенным от чего-л.