ἀπερημόομαι

Revision as of 12:10, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

A to be left destitute of, τῆς τοῦ δαίμονος ἐπιμελείας Pl. Plt.274b; to be isolated, ἀπὸ τῶν ὄντων Id.Sph.237d; ἀπηρημωμένος in isolation, ἕν ψιλὸν ἀ. Plot.6.6.11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερημόομαι: παθ., μένω ἔρημός τινος, τῆς τοῦ δαίμονος ἐπιμελείας Πλάτ. Πολιτ. 274Β· ἀπὸ τῶν ὄντων ὁ αὐτ. Σοφ. 237D.

Spanish (DGE)

1 ser abandonado por, ser dejado de τῆς τοῦ ... δαίμονος ... ἐπιμελείας Pl.Plt.274b.
2 ser, quedar aislado ἀπὸ τῶν ὄντων Pl.Sph.237d, cf. Plot.6.6.11.

Russian (Dvoretsky)

ἀπερημόομαι: быть оставляемым, покидаемым (ἀπηρημωμένος τινός Plat.): ἀ. ἀπό τινος Plat. быть отрешенным от чего-л.