γυμνασιώδης
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
ες, A fit for a γυμνάσιον, ornamenta Cic.Att.1.6.2.
German (Pape)
[Seite 509] ες, für ein Gymnasium passend, ornamenta, Cic. Att. 1, 6.
Greek (Liddell-Scott)
γυμνᾰσιώδης: -ες, (εἶδος) κατάλληλος διὰ γυμνάσιον, Κικ. π. Ἀττ. 1. 6.
Spanish (DGE)
-ες
apropiado para el gimnasio, ornamenta Cic.Att.2.2.
Russian (Dvoretsky)
γυμνᾰσιώδης: подходящий для гимнасия (ornamenta Cic.).