αὐτόδεκα
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
A just ten, Th.5.20.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόδεκα: ἀκριβῶς δέκα, Θουκ. 5. 20· ― αὐτο-δεκάς, άδος, ἡ, αὐτὸς ὁ ἀριθ. δέκα, αὐτὴ ἡ δεκάς. Πλωτῖν. 6. 6, 14.
French (Bailly abrégé)
adv.
juste dix, précisément dix.
Étymologie: αὐτός, δέκα.
Spanish (DGE)
indecl. exactamente diez αὐ. ἐτῶν διελθόντων Th.5.20.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
αὐτόδεκα: μόλις δέκα, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτόδεκα: ровно десять Thuc.
Middle Liddell
just ten, Thuc.