μελανόστολος

From LSJ
Revision as of 13:15, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνόστολος Medium diacritics: μελανόστολος Low diacritics: μελανόστολος Capitals: ΜΕΛΑΝΟΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: melanóstolos Transliteration B: melanostolos Transliteration C: melanostolos Beta Code: melano/stolos

English (LSJ)

ον, A black-robed, Plu.2.372e; epithet of Isis, Epigr.Gr.1023.3 (Egypt).

German (Pape)

[Seite 120] schwarz gekleidet, Plut. Is. et Os. 52.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνόστολος: -ον, ὁ ἔχων μέλαιναν στολήν, Πλούτ. 2. 372D, Ἑλλην. Ἐπιγρ. 1023. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
vêtu d’une robe noire.
Étymologie: μέλας, στολή.

Greek Monolingual

μελανόστολος, -ον (Α)
1. αυτός που φορά μαύρη στολή, μαυροφορεμένος
2. το θηλ. ως ουσ.μελανόστολος
προσωνυμία της Ίσιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + στολή.

Russian (Dvoretsky)

μελᾰνόστολος: одетый в черное Plut.