ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
[Seite 1005] Her. 4, 58, Conj. für ἐπίχολος, saftreich oder nahrhaft.
ἐπίχῡλος: сочный (ποίη Her. - v. l. к ἐπίχολος).