ὕφαμμος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A like ὑπόψαμμος, mixed with sand, sandy, Thphr.HP 1.6.12, 6.5.2, OP2.16.8, PAmh.2.85.16 (i A. D.); ὕφαμμος, ἡ (sc. χώρα), PCair.Zen.269.9 (iii B. C.), 352 (iii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
ὕφαμμος: -ον, ὡς τὸ ὑπόψαμμος, ὁ ἔχων ἄμμον ὑποκάτω, ἢ μᾶλλον ὁ μεμιγμένος μετ’ ἄμμου, ὀλίγον τι ἀμμώδης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 12, περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 6, 3.
Russian (Dvoretsky)
ὕφαμμος: песчаный (πεδία Plut.).