ἀντίδουλος

Revision as of 16:40, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3")

English (LSJ)

ον, A instead of a slave, neuter plural as adverb, ταύρων γονὰς δοὺς ἀντίδουλα A.Fr.194. II of persons, being as a slave, treated as a slave, Id.Ch.135.

German (Pape)

[Seite 251] eines Knechtes Stelle vertretend, Aesch. Ch. 133; frg. 180.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίδουλος: -ον, ὁ ἀντὶ δούλου, οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ. ταύρων γονὰς δοὺς ἀντίδουλα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 194. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ ὢν ὡς δοῦλος ἢ ὃν μεταχειρίζονται ὡς δοῦλον, ὁ αὐτ. Χο. 135.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
traité en esclave.
Étymologie: ἀντί, δοῦλος.

Spanish (DGE)

-ον
tratado como esclavo κἀγὼ μὲν ἀντίδουλος (habla Electra), A.Ch.135
neutr. adv. ἀντίδουλα en vez de esclavos A.Fr.336b.

Greek Monolingual

ἀντίδουλος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο μεταχειρίζονται ως δούλο.

Greek Monotonic

ἀντίδουλος: -ον, αυτός τον οποίο μεταχειρίζονται ως δούλο, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίδουλος: заменяющий раба Aesch., Plut.

Middle Liddell

treated as a slave, Aesch.

English (Woodhouse)

like a slave