ὑδροφόβος
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
English (LSJ)
(parox.), ον, A having a horror of water, having hydrophobia, Arr.Epict.4.4.20 (cod. Sm.rec.), Gal.10.627. II as substantive, -φόβος, ὁ, or -φόβον, τό (gender uncertain), = ὑδροφοβία, Dsc.Ther. Praef., Gal.16.621.
German (Pape)
[Seite 1174] 1) wasserscheu. – 2) ὁ u. ἡ ὑδροφόβος, = ὑδροφοβία, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδροφόβος: -ον, ὁ φοβούμενος τὸ ὕδωρ, ὁ πάσχων ἐξ ὑδροφοβίας, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 4, 20. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ὑδροφόβος, ὁ, = ὑδροφοβία, Διοσκ. π. Ἰοβόλ. σ. 45, 66, Γαλην., κλπ.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑδρόφοβος, -ον, ΝΑ
αυτός που φοβάται παθολογικά το νερό, που πάσχει από υδροφοβία
νεοελλ.
χημ. α) (για χημ. είδος) αυτός που έχει την τάση να μη συνδέεται με μόρια νερού («υδρόφοβες ουσίες»)
β) (για λυόφοβο κολλοειδές σύστημα) αυτός που έχει ως μέσο διασποράς το νερό, από τα μόρια του οποίου τείνουν να απωθούνται τα διεσπαρμένα τεμαχίδιά του
αρχ.
(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ ὑδροφόβος και τὸ ὑδροφόβον
η υδροφοβία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -φόβος (< φόβος), πρβλ. ὀνειρό-φοβος].
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. υδρόφοβος.