πιλητικός

From LSJ
Revision as of 18:30, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πιλητικός Medium diacritics: πιλητικός Low diacritics: πιλητικός Capitals: ΠΙΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pilētikós Transliteration B: pilētikos Transliteration C: pilitikos Beta Code: pilhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for felt-making : ἡ -κή (sc. τέχνη) felter's art, Pl.Plt. 280c. II of cold, contractive, Arist.Pr.909b18; π. δύναμις Gal. 11.711; τὸ π. cj. for τὸ πλατικόν in Hp.Cord.8.

German (Pape)

[Seite 615] zum Krämpen, Filzen gehörig, dazu dienlich, ἡ πιλητική, sc. τέχνη, die Kunst des Filzers; Plat. Polit. 280 c; Arist. probl. 14, 8 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πῑλητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πίλησιν, ἡ πιλητικὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ πιλητοῦ, Πλάτ. Πολιτικ. 280C. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ ψύχους, συσταλτικός, Ἀριστ. Προβλ. 14. 8.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πιλητός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίληση
2. (για το ψύχος) εκείνος που προκαλεί συμπύκνωση
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πιλητική
η τέχνη του πιλητή.

Russian (Dvoretsky)

πῑλητικός: сжимающий, уплотняющий (τὸ ψῦχος Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πιλητικός -ή -όν [πιλητός] voor vilt; subst. ἡ πιλητική ( sc. τέχνη ) techniek om vilt te maken. Plat. Plt. 280c.