καλάθωσις
From LSJ
English (LSJ)
[λᾰ], εως, ἡ, A coffering of a ceiled roof, Gloss.; cf. καλαθίσκος 1.2.
Greek Monolingual
καλάθωσις, ἡ (Μ) καλαθώ
1. φάτνωση, κατασκευή οροφής διακοσμημένης με διάφορα ποικίλματα, κυρίως με καλαθίσκους, με διακοσμήσεις σε σχήμα καλαθιού
2. η ίδια η διακόσμηση της οροφής με γλυπτούς καλαθίσκους
3. η διακοσμημένη ή γλυπτή οροφή, ιδίως με γλυπτούς καλαθίσκους.