ἐπιτύφομαι
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
English (LSJ)
[ῡ], Pass., aor. 2 -ετύφην [ῠ] Ar.Lys.221:—A to be burnt up, esp. by lightning, Philostr. VS1.21.2, cf. Im.2.29: metaph., to be inflamed by love, τινος for one, Ar.l.c.; ἐπιτεθυμμένος furious, Pl. Phdr.230a.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτύφομαι: ῡ: Παθ., κατακαίομαι, Φιλόστρ. 516, 854· - μεταφ., καταφλέγομαι ὑπὸ ἔρωτος, ὅπως ἂν ἀνὴρ ἐπιτυφῇ μάλιστά μου, δηλ. ἐπικαυθῇ ἐπ’ ἐμοί, ἐπικαῇ, ἐκπυρωθῇ, Ἀριστοφ. Λυσ. 221· θηρίον... Τυφῶνος... μᾶλλον ἐπιτεθυμμένον, μαινόμενον, Πλάτ. Φαῖδρ. 230Α (ἄλλοτε ἐγράφετο ἐπιτεθυμένον)· τὸ ἐνεργ. παρ’ Ἡσύχ. «ἐπιτύφω· ἐπαπολύω. Συρακούσιοι».
Greek Monolingual
ἐπιτύφομαι (Α)
1. ανάβω, κατακαίομαι («ἐπιτεθυμένοι καὶ μέλανες», Σοφ.)
2. παθ. μτφ. καίγομαι από έρωτα («ὅπως ἂν ἁνὴρ ἐπιτυφῇ μάλιστά μου», Αριστοφ.)
3. γεν. μαίνομαι («εἴτε τι θηρίον τυγχάνω Τυφῶνος πολυπλοκώτερον καὶ μᾶλλον ἐπιτεθυμμένον», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τύφω «καπνίζω, κατακαίω»].
Greek Monotonic
ἐπιτύφομαι: [ῡ], Παθ., φλογίζομαι, διεγείρομαι, καίγομαι· ἐπιτεθυμμένος, έξαλλος, μαινόμενος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτύφομαι: (ῡ) воспламеняться, загораться: ἐ. τινος Arph. воспламениться любовью к кому-л.; ἐπιτεθυμ(μ)ένος Plat. распаленный яростью, злобный.