αὐτοσχεδιαστής

Revision as of 07:45, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "s’" to "s'")

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A one who acts or speaks offhand: and so, raw hand, bungler, opp. τεχνίτης, X.Lac.13.5.

German (Pape)

[Seite 403] ὁ, der ohne Vorbereitung u. Überlegung spricht u. handelt, dah. Pfuscher, Ggstz τεχνίτης Xen. Lac. 13. 5.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοσχεδιαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐκ τοῦ προχείρου πράττων ἤ ὁμιλῶν καὶ ἑπομ., ἀρχάριος, ἀνεπιτήδειος, τεχνίτης Ξεν. Πολ. Λακ. 13, 5.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui s'occupe de qch sans y être préparé.
Étymologie: αὐτοσχεδιάζω.
Ant. τεχνίτης.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
inexperto op. τεχνίτης: αὐ. εἶναι τῶν στρατιωτικῶν X.Lac.13.5, cf. Stratt.82.

Greek Monolingual

ο (Α αὐτοσχεδιαστής) αυτοσχεδιάζω
αυτός που μιλά ή ενεργεί πρόχειρα, χωρίς προετοιμασία.

Greek Monotonic

αὐτοσχεδιαστής: -οῦ, ὁ, αυτός που ενεργεί ή μιλάει πρόχειρα· αρχάριος, άπειρος, Λατ. tiro, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοσχεδιαστής: οῦ ὁ действующий или говорящий без всякой подготовки, без знания дела, верхогляд, дилетант: αὐ. τῶν στρατιωτικῶν Xen. профан в военных делах.

Middle Liddell

[From αὐτοσχέδιος
one who acts or speaks offhand: a raw hand, bungler, Lat. tiro, Xen.