καινουργία

From LSJ
Revision as of 11:05, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4, $5 $6")

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινουργία Medium diacritics: καινουργία Low diacritics: καινουργία Capitals: ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: kainourgía Transliteration B: kainourgia Transliteration C: kainourgia Beta Code: kainourgi/a

English (LSJ)

ἡ, A making new: innouation in the state, ταραχὴ καὶ κ. Isoc.6.50; of Christianity, prob. in OGI569.18 (Arycanda, iv A. D.); renewal, recreation, τοῦ ὅλου Max.Tyr.41.4; of manufacture, J.AJ12.2.9, cf. D.H.Isoc.9, Hierocl.p.52A.

German (Pape)

[Seite 1295] ἡ, Neuerung, bes. im Staate; Isocr. 6, 50 ἐκ τῆς ταραχῆς καὶ καινουργίας θᾶττον ἂν μεταβολῆς τύχοιεν; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καινουργία: ἡ, νεωτερισμὸς ἐν τῇ πολιτείᾳ, ταραχὴ καὶ καινουργία Ἰσοκρ. 125C, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
innovation, particul. innovation politique, révolution.
Étymologie: καινουργός.

Greek Monolingual

καινουργία, ἡ (AM) καινουργός
μσν.
ανανέωση, ανακαίνιση
αρχ.
1. νεωτερισμός, καινοτομία
2. μεταβολή πολιτική («ἐκ τῆς ταραχῆς καὶ καινουργίας θᾱττον ἂν μεταβολῆς τύχοιεν», Ισοκρ.).

Greek Monotonic

καινουργία: ἡ, μεταβολή, νεωτερισμός, σε Ισοκρ.

Russian (Dvoretsky)

καινουργία:обновление, изменение, перемена, переворот (ταραχὴ καὶ κ. Isocr.).

Middle Liddell

καινουργία, ἡ,
innovation, Isocr. [from καινουργός