γυμνασία

Revision as of 11:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

English (LSJ)

ἡ, A right to use γυμνάσιον, Arist.Pol.1297a17 (s.v.l.); exercise, σωματικὴ γ. 1 Ep.Ti.4.8: pl., IG22.1006.65, SIG1073.19 (Olympia, ii A. D.); of military exercises, ἡ ἐν τοῖς ὅπλοις γ. Plb.4.7.6; generally, struggle, Str.3.2.7; αἱ καθ' ἡμέραν γ. lessons, D.H.Comp.20: metaph. of mental exercise, Iamb.Comm.Math.24; freq. of disputation, Pl.Tht.169c, Arist. Top.101a27, al.; training, γ. πρὸς τὰς πολιτικὰς πράξεις Plb.1.1.2. 2 Rhet., practice: hence, arrangement, disposition, τοῦ διηγήματος Theo Prog.4, cf. Aphth.Prog.6.

German (Pape)

[Seite 509] ἡ, Uebung, Plat. Parm. 135 d u. öfter; ἡ περὶ ταῦτα γ. Theaet. 169 c; ἡ ἐν ὅπλοις Pol. 4, 7, 6; vgl. 10, 20, 1 u. a. Sp.; von der rhetorischen Uebung Arist. Top. 8, 5; παιδεία καὶ γ. πρὸς τὰς πολιτικὰς πράξεις Pol. 1, 1, 2; γυμνασίας ποιεῖσθαι Plat. Legg. VIII, 830 d.

Greek (Liddell-Scott)

γυμνασία: ἡ, = γύμνασις, ἄσκησις, Πλάτ. Θεαιτ. 169C, Ἀριστ. Πολ. 4. 13, 1, κ. ἀλλ.· ἄσκησις διαλεκτικὴ ἢ ρητορική, ὁ αὐτ. Τοπ. 1. 2, 1·- σωματικὴ γ. Α' Ἐπ. Τιμ. δ', 8.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
exercice.
Étymologie: γυμνάζω.

English (Strong)

from γυμνάζω; training, i.e. (figuratively) asceticism: exercise.

English (Thayer)

γυμνασιας, ἡ (γυμνάζω);
a. properly, the exercise of the body in the palaestra.
b. any exercise whatever: σωματική γυμνασία, the exercise of conscientiousness relative to the body, such as is characteristic of ascetics and consists in abstinence from matrimony and certain kinds of food, Plato, legg. i., p. 648c. down.)

Greek Monolingual

γυμνασία, η (AM)
άσκηση, εξάσκηση
αρχ.
1. δικαίωμα για χρησιμοποίηση του γυμνασίου
2. στρατιωτική άσκηση
3. αγώνας
4. μάθημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνάζομαι (πρβλ. εργασία < εργάζομαι)].

Greek Monotonic

γυμνᾰσία: ἡ = γύμνασις, άσκηση, σε Καινή Διαθήκη

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυμνασία -ας, ἡ [γυμνάζω] oefening, training (lichamelijk en geestelijk).

Russian (Dvoretsky)

γυμνᾰσία:упражнение, практическое учение, практика (περί τι Plat., Arst., ἔν τινι и πρός τι Polyb.).

Middle Liddell

= γύμνασις
exercise, NTest.

Chinese

原文音譯:gumnas⋯a 錦那西阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:赤裸的
字義溯源:操練;源自(γυμνάζω)=赤裸著運動,操練),而 (γυμνάζω)出自(γυμνός)*=赤裸的)
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編
1) 操練(1) 提前4:8

English (Woodhouse)

exercise, training