εὐνομέω
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
German (Pape)
[Seite 1083] = Vorigem, Plat. Legg. XI, 927 b, πόλις εὐνομοῦσα, wo Ast εὔνομος οὖσα vermuthet.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
d'ord. εὐνομέομαι, εὐνομοῦμαι;
f. εὐνομήσομαι, ao. εὐνομήθην;
être régi par de bonnes lois ; être bien gouverné.
Étymologie: εὔνομος.
Russian (Dvoretsky)
εὐνομέω: (= εὐνομέομαι) управляться хорошими законами (πόλις εὐνομοῦσα Plat. - v. l. εὔνομος οὖσα).