μηχανοδίφης

From LSJ
Revision as of 12:00, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηχᾰνοδίφης Medium diacritics: μηχανοδίφης Low diacritics: μηχανοδίφης Capitals: ΜΗΧΑΝΟΔΙΦΗΣ
Transliteration A: mēchanodíphēs Transliteration B: mēchanodiphēs Transliteration C: michanodifis Beta Code: mhxanodi/fhs

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, (διφάω) A inventing artifices or machines, Ar.Pax 790.

German (Pape)

[Seite 181] ὁ, der Mittel u. Kunstgriffe aufsucht u. braucht, Ar. Pax 769.

Greek (Liddell-Scott)

μηχᾰνοδίφης: -ου, ὁ, (δῑφάω) ὁ εὑρίσκων τεχνάσματα ἢ μηχανάς, Ἀριστοφ. Εἰρ. 790.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui est à la recherche d'expédients.
Étymologie: μηχανή, διφάω.

Greek Monolingual

μηχανοδίφης, ὁ (Α)
αυτός που επινοεί τεχνάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + -δίφης (< διφῶ «ψάχνω, ερευνώ» πρβλ. αστροδίφης, φυσιοδίφης].

Greek Monotonic

μηχᾰνοδίφης: -ου, ὁ (δῑφάω), αυτός που εφευρίσκει τεχνάσματα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

μηχᾰνοδίφης: ου (ῑ) ὁ досл. изобретатель машин, перен. затейник Arph.

Middle Liddell

μηχᾰνο-δίφης, ου, ὁ, [δῑφάω]
inventing artifices, Ar.