οἰστρήλατος

Revision as of 12:00, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

English (LSJ)

ον, A driven by a gadfly, δεῖμα A.Pr.580 (lyr.), cf. E.Oxy.2078 Fr.1.15.

Greek (Liddell-Scott)

οἰστρήλᾰτος: -ον, ὁ ὑπὸ οἴστρου κεντούμενος, διωκόμενος, δεῖμα Αἰσχύλ. Πρ. 580· πρβλ. οἰστροδίνητος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tourmenté par la piqûre d'un taon ; fig. furieux, affolé.
Étymologie: οἶστρος, ἐλαύνω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α οἰστρήλατος, -ον)
(για ζώα) αυτός που διεγέρθηκε από τσίμπημα οίστρου και βρίσκεται σε κατάσταση μανίας
νεοελλ.
μεταρσιωμένος, εμπνευσμένος, ενθουσιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + -ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ιππ-ήλατος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

οἰστρήλᾰτος: -ον (ἐλαύνω), αυτός που έχει δεχτεί τσίμπημα εντόμου, μανιώδης, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

οἰστρήλᾰτος: возбуждаемый слепнем (δεῖμα Aesch.).

Middle Liddell

οἰστρ-ήλᾰτος, ον, ἐλαύνω
driven by a gadfly, Aesch.