συνέχω
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
aor. συνέσχον:—Med., fut. συνέξομαι in pass. sense, D. Ep.3.40: so συσχόμενος (v. infr.), Pl.Sph.250d:—Pass., aor. A συνεσχέθην Epicur.Ep.2p.35U.: fut. inf. συσχεθήσεσθαι Phld.Ir.p.97 W.:—hold or keep together, confine, secure, ὅθι ζωστῆρος ὀχῆες χρύσειοι σύνεχον [θώρηκα] Il.4.133, 20.415; ἵνα τε ξυνέχουσι τένοντες ἀγκῶνος where the sinews of the elbow hold [it] together, ib.478 (but perhaps meet, v. infr. ΙΙ); Ὠκεανός . . συνεῖχε σάκος enclosed, compassed it, Hes.Sc.315; Αἴτνα σ. [Τυφῶνα] Pi.P.1.19; τὼ μηρὼ σ. hold them together, Ar.Nu.966; τὰ σκέλη [τοῦ βρέφους] συνεχέτω Sor.1.101; τοὺς τρεῖς ξυνέχων τῶν δακτύλων Ar.V.95; συνέσχον τὰ ὦτα αὐτῶν closed or stopped their ears, Act.Ap.7.57; μηδὲ συσχέτω ἐπ' ἐμὲ φρέαρ τὸ στόμα αὐτοῦ let not the pit close its mouth upon me, LXX Ps.68(69).15, cf. Is.52.16; τὸ δέρμα σ. [τὰ ὀστᾶ] Pl.Phd.98d; Ἄτλας ἅπαντα σ. ib.99c; λάκκους συντετριμμένους, οἳ οὐ δυνήσονται ὕδωρ συνέχειν LXX Je.2.13:—Pass., τὸ λεγόμενον ἐν φρέατι συσχόμενος" trapped in a well, Pl.Tht.165b; ὁ καρπὸς . . ἂν μὴ πλυθῇ . . συνέχεται sticks together, Thphr.HP3.15.4; τὸ στόμα οὐ συνεσχέθη ἔτι my mouth was no longer closed, LXX Ez.33.22. 2 keep together, keep from dispersing, στράτευμα, δύναμιν, X.An.7.2.8, D.8.76; σ. ἐν τῷ χάρακι Plb.10.39.1; ὥπλισε . . καὶ συνεῖχε τοῦ τείχους ἐντός Plu.Cam. 23; περὶ Κύπρον σ. τὸ ναυτικόν Id.Cim.18; continue, keep on, μὴ πλείους πέντε ἡμερῶν σύσχῃς τὸ ὕδωρ (the flooding) PCair.Zen.155.5 (iii B.C.); keep, τοὺς πολίτας σ. ἐν τοῖς ὅπλοις Plu.Sol.22, cf. 2.193e; προστάξαντος αὐτοῦ ἐν τοῖς ὅπλοις συνέχειν ἑαυτόν, ὁ δὲ ἀπεδύσατο Ael. VH14.48; preserve, οἱ ἅλες ἐπὶ πλεῖστον [τὰ σώματα] συνέχοντες Ph. 2.255; maintain, σ. τοὺς στρατιώτας ἐκ τῶν ἱεροσυληθέντων λειψάνων D.S.16.61:—Pass., to be continuous, Parm.8.23; to be maintained, πᾶσα ἕξις . . ὑπὸ τῶν καταλλήλων ἔργων συνέχεται καὶ αὔξεται Arr. Epict.2.18.1. b of social and political order, σ. πόλεις keep states together, keep them from falling to pieces, maintain them, E.Supp.312, cf. And.1.9; τὸ φρονεῖν σ. δώματα E.Ba.392 (lyr.), cf. 1308; καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους ἡ κοινωνία σ. Pl.Grg.508a; ἡ τὰ πάντα πολιτεύματα συνέχουσα εἰς ἓν δίκη Id.Lg.945d, cf. Plt.311c; σ. τὴν πολιτείαν D.24.2; τὴν πολιτικὴν κοινωνίαν Arist.Pol.1278b25, cf. 1270b17; ὀρθῶς ἐν τῇ Ἑλλάδι τὴν δύναμιν τῶν Ἀθηναίων συνεῖχεν Plu.Per.22; ἐν οἴνῳ τὰς ἀρχὰς συνεῖχε conducted the government over wine, Id.2.714b; also ὁ τὸν ὅλον κόσμον συντάττων καὶ συνέχων X.Mem.4.3.13, cf. LXX Wi.1.7; ξ. τὴν εἰρεσίαν keep the rowers together, make them pull in time, Th.7.14:—Pass., μετ' ἀλλήλων συνέχεσθαι Pl.Ti.43e. c keep together in friendship, ἁμέ Ar.Lys. 1265 (lyr.); τοὺς ἐρωμένους Ath.13.563e:—Pass., τὸ ὂν συνέχεται . . φιλίᾳ Pl.Sph.242e; τὰ πράγματα ὑπ' εὐνοίας D.11.7. d Pass. also, engage in close combat, ἐγχειριδίοισι Hdt.1.214; of sexual intercourse, Arist.HA540a24, GA731a19, Thphr.Char.28.3. e occupy or engage, ἑαυτὸν ἐν γυναιξὶ καὶ θιάσοις Plu.Cleom.34; [γυναῖκα] συνέχειν ἐπὶ καπηλείου Id.2.785d. 3 contain, comprise, embrace, εἷς λόγος πάσας τὰς αἰσθήσεις σ. Pl.Hp.Mi.374d; τὸ συνέχον the chief matter, Plb.2.12.3, Cic.Att.9.7.1, Gal.16.516; τὸ σ. καὶ κυριώτατον Phld.Lib. p.22 O.; τὰ συνέχοντα Plb.6.46.6, Gal.15.2; τὰ σ. ἀγαθά Phld.D.1.25: c. gen., τὸ σ. τῆς ἐκκλησίας the chief reason for . ., Plb.28.4.2, cf. 4.51.1, 18.39.3; τῆς σωτηρίας the chief means of . ., Id.10.47.11; τὰ σ. τῶν ἐγγράπτων the chief clauses, Id.3.27.1; τὸ σ. τῆς ἐννοίας Id.3.29.9, cf. 4.5.5, 18.44.2:—Pass., τὸν πρὸς τῇ ὑπεκλύσει πυρετὸν ὑπ' ἄλλης αἰτίας συνέχεσθαι is chiefly caused (cf. συνεκτικός) by... Sor.2.4. 4 detain, τὰς καμήλους ἐν τῇ Νεχθενίβιος (sc. κώμῃ) PMich.Zen.103.3 (iii B.C.); sequestrate, PEnteux.3.7, 85.3 (iii B.C.); keep under arrest, PMich.Zen.36.6 (iii B.C.), BGU1824.27 (i B.C.), Ev.Luc.22.63; προσαπήγαγέν με εἰς τὴν φυλακὴν καὶ συνέσχεν ἐφ' ἡμέρας δ PEnteux.83.7 (iii B.C.), cf. 84.11 (iii B.C.):—Pass., συνέχομαι ἐμ φυλακῇ PPetr.2p.50 (iii B.C.), cf. PCair.Zen.347.3 (iii B.C.), PRyl. 65.11 (i B.C.), etc.; of things held as security, PCair.Zen.373.3 (iii B.C.). 5 constrain or force one to a thing, ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ σ. ἡμᾶς 2 Ep.Cor.5.14; oppress, Ev.Luc.8.45, 19.43; ἡ σκληροκοιτία λυπεῖ καὶ σ. τὸ σῶμα Gal.15.196:—used by early writers only in Pass., συνέχεσθαί τινι to be constrained, distressed, afflicted, and, generally, to be affected by anything whether in mind or body, πατρὶ συνείχετο . . χαλεπῷ Hdt.3.131; ξ. τοῖσι Λυκούργου πατριώταις Pherecr.11; σ. πολέμῳ, δουληΐῃ, Hdt.5.23, 6.12; ὀνείρασι A.Pr.656; φροντίδι E.Heracl.634; δίψῃ, πόνῳ, Th.2.49, 3.98; πυρετῷ Ev.Luc.4.38; κακῷ Ar.Ec.1096; μεγάλοις καὶ ἀνιάτοις νοσήμασιν Pl.Grg.512a; πάσῃ ἀπορίᾳ Id.Sph.250d; ἀγρυπνίαις IG42(1).122.50 (Epid., iv B.C.); τῷ λόγῳ (v.l. πνεύματι) Act.Ap.18.5; γέλωτι συσχεθέντα τελευτῆσαι D.L.7.185; ἔρωτι συσχεθείς Conon 40.3; ἄνθρωπος συνεχόμενος ἀπὸ οἴνου LXX Je.23.9; συνεχομένη τῇ συνειδήσει ib.Wi.17.11. 6 constrain, hinder, hold back, E.Rh.59; σύσχῃ τὸν οὐρανόν shut up the heaven, LXX De.11.17; συνεσχέθη ὁ ὑετὸς ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ ib.Ge.8.2; συνεσχέθη ἡ θραῦσις ἐπάνωθεν Ἰσραήλ the plague was stayed from Israel, ib.2 Ki.24.25: metaph., ὑπὸ τοῦ γένους A.D.Adv.122.22, cf. Synt.342.18. 7 hold at the same time, δύο σχολάς Str.14.1.48. 8 buy up and withhold, make a corner in, σῖτον LXX Pr. 11.26. 9 Gramm., σ. τὸ ἄρθρον to be accompanied by the article, A.D.Synt.35.2, al. 10 συνέσχον I also received . ., BGU577.16 (iii A.D.), etc. II intr., meet, v. supr. 1.1; εἰς ἕν Arist.HA530b27; πρός τι to be connected with, S.E.P.1.145.
German (Pape)
[Seite 1022] (s. ἔχω u. συνόχωκα), mit, zugleich, zusammen halten, verbinden, befestigen; ὅθι ζωστῆρος ὀχῆες χρύσειοι σύνεχον, Il. 4, 133. 20, 415; u. intrans., ἵνα τε ξυνέχουσι τένοντες ἀγκῶνος, 20, 478, wo die Sehnen zusammenhalten; Hes. Sc. 315; festhalten, einschließen, κίων συνέχει οὐρανία, Pind. P. 1, 19; ὁπόταν συνέχῃ τούτῳ τῷ πλέγματι, Plat. Polit. 311 c; λυθείσης τῆς τὰ πάντα πολιτεύματα ξυνεχούσης εἰς ἓν δίκης, Legg. XII, 945 d, u. öfter, u. Folgde; τὸ ξυνέχον, was die Hauptsache ausmacht, in sich hält, Pol. öfter, u. a. Sp.; τὰ συνἑχοντα θεωρήματα τῆς ῥητορικῆς, S. Emp. adv. rhet. 113. – Συνέχειν τὸ στράτευμα καὶ συναθροίζειν, Xen. An. 7, 2, 8, das Heer zusammenhalten, wie τὴν δύναμιν συνεῖχεν ἐν τῷ χάρακι, Pol. 10, 39, 1; auch zurückhalten, τὸ πλεῖστον μέρος τῆς δυνάμεως συνεῖχεν ἐπ' αὐτόν, 3, 101, 8; φόβοις τὰ πλήθη, 6, 56, 11; erhalten, τοῦτο συνέχει τὰ Ῥωμαίων πράγματα, 6, 56, 7; συνέχειν τὸ διαδιδράσκον, Luc. Gymn. 29. – Pass., bes. von allen leiblichen u. geistigen Zuständen, von denen Einer ergriffen ist, mit denen er behaftet ist, in denen er sich befindet; τοιοῖσδε πάσας εὐφρόνας ὀνείρασιν ξυνειχόμην, Aesch. Prom. 659: ξυνέχεσθαι κακῷ, Ar. Eccl. 1096; φροντὶς ᾗ συνεσχόμην, Eur. Heracl. 634; δουληΐῃ συνέχεσθαι, in Knechtschaft gehalten werden, Her. 7, 12; u. eigtl., αἰχμῇσι καὶ ἐγ χειριδίοισι συνέχεσθαι, mit Speeren u. Schwertern in die Enge getrieben werden, 1, 214; πατρὶ συνέχεσθαι, vom Vater gedrängt, belästigt werden, 3, 131; ἀνιάτοις νοσήμασι συνεχόμενος, Plat. Gorg. 512 a; ὀνείδει, ἀγνοίᾳ ξυνεχόμενος, Legg. IX, 863 c; XII, 944 e; πάσῃ συνεχόμεθα ἀπορίᾳ, Soph. 250 d, v.l. συνεσχόμεθα, wie auch Theaet. 165 b ἐν φρέατι συσχόμενος der aor. med. passivisch gebraucht ist, v.l. συνεχόμενος; συνέχεσθαι τοῖς κακοῖς, Isocr. 5, 8; τῇ δίψῃ ἀπαύστῳ ξυνεχόμενοι, Thuc. 2, 49, vgl. 3, 98; συνέχεσθαι τοῖς πολέμοις, Pol. 1, 7, 9; τῷ λιμῷ συνέσχηντο, 3, 62, 4; u. a. Sp., öfter.
Greek (Liddell-Scott)
συνέχω: μέλλ. -ξω· ἀόρ. συνέσχον· ― μέσ. μέλλ. ἐπὶ παθητ. σημασίας, Δημ. 1484. 23· οὕτω μέσ. ἀόρ. συσχόμενος, Πλάτ. Θεαίτ. 165Β. ― Παθ. ἀόρ. συνεσχέθην Διογ. Λ. 185. Κρατῶ ὁμοῦ, συγκρατῶ, συσφίγγω, ὅθι ζωστῆρος ὀχῆες χρύσειοι σύνεχον (ἐξυπακ. θώρηκα) Ἰλ. Δ. 133, Υ. 415· ἵνα τε ξυνέχουσι τένοντες ἀγκῶνος, ὅπου συγκρατοῦσι [τὴν χεῖρα] ὁμοῦ οἱ τένοντες τοῦ ἀγκῶνος, Ἰλ. Υ. 478, (ἂν καὶ δύνανται ἐν τοῖς χωρίοις τούτοις νὰ εἶναι ἀμετάβ., συναντῶ, συνδέομαι, ἑνοῦμαι)· Ὠκεανός... πᾶν συνεῖχε σάκος, περιέβαλλε, περιέκλειεν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡσ. 315· Αἴτνα σ. [Τυφῶνα] Πινδ. Π. 1. 35· σ. τοὺς δακτύλους τὼ μηρὼ Ἀριστοφ. Σφ. 95, Νεφ. 966· τὸ δέρμα σ. τὰ ὀστᾶ Πλάτ. Φαίδων 98D· Ἄτλας συν. ἅπαντα αὐτόθι 99C. ― Παθητ., ἐν φρέατι συνέχεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 165Β. 2) τηρῶ ὁμοῦ ἡνωμένους, ἐμποδίζω ἀπὸ διασκορπισμοῦ, ἐπὶ στρατιωτῶν, Ξεν. Ἀν. 7. 2, 8, Δημ. 108. 30, κτλ.· σ. ἐν τῷ χάρακι, ἐντὸς τοῦ τείχους, κτλ., Λατ. continere, Πολύβ. 10. 39, 1, κτλ.· ― ἀκολούθως. β) ἐπὶ κοινωνικῆς καὶ πολιτικῆς τάξεως, σ. πόλιν, συγκρατῶ τὴν πόλιν ὁμοῦ, διαφυλάττω αὐτὴν ἀπὸ πτώσεως ἢ καταστροφῆς, πόλιν Εὐρ. Ἱκέτ. 312, πρβλ. Ἀνδοκ. 2. 20· τὸ φρονεῖν ξ. δώματα Εὐρ. Βάκχ. 392, πρβλ. 1309· καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους ἡ κοινωνία ξ. Πλάτ. Γοργ. 508Α· δίκη ξ. πολιτεύματα εἰς ἓν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 945D, πρβλ. Πολιτ. 311C· σ. τὴν πολιτείαν Δημ. 700. 15· τὴν πολιτικὴν κοινωνίαν Ἀριστ. Πολιτ. 3. 6, 4, πρβλ. 2. 9, 21· ὡσαύτως, σ. τὸν ὅλον κόσμον Ξενοφ. Ἀπομν. 4. 3, 13· οὕτω, ξ. τὴν εἰρεσίαν, τηρῶ ἡνωμένους τοὺς κωπηλάτας, κάμνω αὐτοὺς νὰ κωπηλατῶσιν ἐν ῥυθμῷ, Θουκ. 7. 14. ― Παθ., τὸ ὄν ξυνέχεται... φιλίᾳ Πλάτ. Σοφ. 242Ε· τὰ πράγματα ὑπ’ εὐνοίας Δημ. 154. 7. γ) τηρῶ ὁμοῦ ἡνωμένους ἐν φιλίᾳ, τινὰς Ἀριστοφ. Λυσ. 1265· μετ’ ἀλλήλων ξυνέχεσθαι Πλάτ. Τίμ. 43Ε. δ) ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, συνάπτω μάχην ἐκ τοῦ συστάδην, ἔρχομαι εἰς χεῖρας ἐκ τοῦ πλησίον, αἰχμῇσι Ἡρόδ. 1. 214· ― καί, = συμπλέκεσθαι, ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 10, π. Ζ. Γεν. 1. 23, 5. ε) ἐπασχολῶ, ἑαυτὸν ἐν ἢ ἐπί τινι Πλουτ. Κλεομ. 34, κτλ.· τοὺς ἐρωμένους Ἀθήν. 563Ε. 3) περιέχω, περιλαμβάνω, εἷς λόγος ξ. πάσας τὰς αἰσθήσεις Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττων, 374D· τὸ συνέχον, τὸ περιέχον τὴν κυρίαν ὑπόθεσιν, Πολύβ. 2. 12, 3, κτλ.· τὰ συνέχοντα ὁ αὐτ. 6. 46, 6· μετὰ γεν., τὸ σ. τῆς ἐκκλησίας, ἡ κυρία αἰτία διά..., ὁ αὐτ. 28. 4, 2· τῆς σωτηρίας, τὰ κυριώτατα μέσα τῆς..., κτλ., ὁ αὐτ. 10. 47, 11, κτλ. 4) ἐξαναγκάζω ἢ βιάζω τινὰ εἴς τι, Ἐπιστ. Βϳ πρὸς Κορινθ. κ. εϳ, 14· συμπυκνῶ, συνθλίβω, καταθλίβω, συμπιέζω, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ηϳ, 45., ιθϳ, 43· ― ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις μόνον ἐν τῷ παθ., συνέχομαί τινι, ἀναγκάζομαι, στενοχωροῦμαι, πιέζομαι, θλίβομαι, καὶ καθόλου ἐνοχλοῦμαι ἔκ τινος πράγματος εἴτε κατὰ τὸ πνεῦμα εἴτε κατὰ τὸ σῶμα, πατρὶ συνέχετο... χαλεπῷ Ἡρόδ. 3. 131· ἵνα μὴ ξυνέχῃ τοῖσι Λυκούργου πατριώταις Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 5· σ. πολέμῳ δουληίῃ Ἡρόδ. 5. 23., 6. 12· ὀνείρασι Αἰσχύλ. Πρ. 656· φροντίδι Εὐρ. Ἡρακλ. 634· δίψῃ, πόνῳ Θουκ. 2. 49., 3. 98· κακῷ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1096· μεγάλοις καὶ ἀνιάτοις νοσήμασι Πλάτ. Γοργ. 512Α, πρβλ. 479Α· πάσῃ ἀπορίᾳ ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 250D· γέλωτι Διογ. Λ. 7. 185. 5) παρεμποδίζω, ἐμποδίζω, παρακωλύω, Εὐρ. Ρῆσ. 59 (ἀλλὰ τὸ χωρίον εἶναι ἀμφίβ.). 6) συνεχῶς τηρῶ, ἔχω συνεχῶς, δύο σχολὰς Στράβ. 650, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 18, 1. ― Παθητ., εἶμαι συνεχής, Παρμεν. 77. ΙΙ. ἀμεταβ., συνέρχομαι, εἰς ἓν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 5, 6· πρός τι Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 145. 2) παύομαι, λήγω, Ἰω. Χρυσ.
French (Bailly abrégé)
f. συνέξω, ao.2 συνέσχον, pf. συνέσχηκα;
Pass. f. συσχεθήσομαι ou συνέξομαι, ao. συνεσχέθην, ao.2 συνεσχόμην;
I. tr. tenir ensemble, d'où
1 tenir attaché, retenir, soutenir, maintenir, acc.;
2 maintenir ensemble, tenir rassemblé : σ. στράτευμα καὶ συναθροίζειν XÉN retenir et rassembler une armée;
3 conserver, sauvegarder : τὸν ὅλον κόσμον XÉN l’univers entier;
4 tenir l’un avec l’autre;
5 tenir serré, comprimer : τὸ πνεῦμα PLUT retenir son souffle ; Pass. être serré, pressé : αἰχμῇσι καὶ ἐγχειριδίοισι HDT par les lances et les poignards ; fig. σ. φροντίδι EUR être oppressé par un souci ; δίψῃ THC être pressé par la soif ; ἀμηχανίᾳ XÉN être réduit à ne savoir que faire ; πόνῳ THC être accablé de fatigue;
II. intr. se tenir ensemble, se réunir : ἵνα ξυνέχουσι τένοντες IL là où se réunissent les muscles.
Étymologie: σύν, ἔχω.
English (Autenrieth)
ipf. σύνεχον: hold together, intrans., meet, Il. 4.133, Il. 20.415; an old perf. part. συνοχωκότε means bent together over, Il. 2.218.
English (Slater)
συνέχω
1 compress, hold fast κίων δ' οὐρανία συνέχει, νιφόεσσ Αἴτνα (P. 1.19)
Spanish
contener, abarcar, poseer, controlar
English (Strong)
from σύν and ἔχω; to hold together, i.e. to compress (the ears, with a crowd or siege) or arrest (a prisoner); figuratively, to compel, perplex, afflict, preoccupy: constrain, hold, keep in, press, lie sick of, stop, be in a strait, straiten, be taken with, throng.
English (Thayer)
future συνεξω; 2nd aorist συνέσχον; passive present συνέχομαι; imperfect συνειχομην; from Homer down;
1. to hold together; any whole, lest it fall to pieces or something fall away from it: τό συνέχον τά πάντα, the deity as holding all things together, to hold together with constraint, to compress, i. e., a. to press together with the hand: τά ὦτα, to stop the ears, τό στόμα, τόν οὐρανόν, to shut, that it may not rain, to press on every side: τινα, πάντοθεν added, of a besieged city, to hold completely, i. e.
a. to hold fast: properly, a prisoner, τά αἰχμάλωτα, Lucian, Tox. 39); metaphorically, in the passive, to be held by, closely occupied with, any business (Herodian, 1,17, 22 (9 edition, Bekker); Aelian v. h. 14,22): τῷ λόγῳ, in teaching the word, G L T Tr WH (here R. V. constrained by). β. to constrain, oppress, of ills laying hold of one and distressing him; passive, to be holden with equivalent to afflicted with, suffering from": νόσοις, πυρετῷ, δυσεντερίῳ, Aeschylus and Herodotus down are given in Passow, under the word συνέχω, I. a.; (Liddell and Scott, under the word, I:4)); of affections of the mind: φόβῳ, ὀδύρμω, Aelian v. h. 14,22; ἀλγηδονι, Plutarch, de fluv. 2,1; ἀθυμία, ibid. 7,5; 19,1; λύπη, 17,3; for other examples see Grimm on γ. to urge, impel: tropically, the soul, ἡ ἀγάπη ... συνέχει ἡμᾶς, A. V. constraineth); πῶς (how greatly, how sorely) συνέχομαι, A. V. straitened); τῷ πνεύματι, συνέχομαι ἐκ τῶν δύο, I am hard pressed on both sides, my mind is impelled or disturbed from each side (R. V. I am in a strait betwixt the two), Philippians 1:23.
Greek Monolingual
ΝΜΑ ἔχω
κρατώ σε σύνδεση, συγκρατώ
νεοελλ.
1. (σχετικά με φόβο) διακατέχω (α. «τον συνέχει φόβος» β. «συνέχεται από φόβο»)
2. (το μεσ.) συνέχομαι
αποτελώ συνέχεια άλλου, επικοινωνώ με άλλον (α. «συνεχόμενες κατοικίες» β. «συνεχόμενα δωμάτια»)
μσν.-αρχ.
(για τον θεό) διατηρώ στη ζωή
αρχ.
1. κρατώ κάτι κλειστό
2. περικλείω μέσα μου, εμπεριέχω
3. (σχετικά με πλήθος ανθρώπων) διατηρώ σε συνοχή
4. συντηρώ, διαφυλάσσω, διατηρώ σε ορισμένη κατάσταση («τοὺς πολίτας συνέχειν ἐν τοῖς ὅπλοις», Πλούτ.)
5. κατακρατώ («μὴ πλείους πέντε ἡμερῶν σύσχῃς τὸ ὕδωρ», πάπ.)
6. αποτρέπω κάποιον να προβεί σε ορισμένη ενέργεια («συνέχων τοὺς στρατιώτας ἐκ τῶν ἱεροσυληθέντων λειψάνων», Διόδ.)
7. (σχετικά με κάθε είδους κοινωνική ή πολιτική συγκρότηση) κρατώ σε ενότητα, σε ομόνοια («καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους ἡ κοινωνία συνέχει», Πλάτ.)
8. (σχετικά με κωπηλασία) διατηρώ σε ρυθμό
9. συνδέω με φιλικούς δεσμούς
10. απασχολώ κάποιον με κάτι («ἐν γυναιξί καὶ θιάσοις καὶ κώμοις συνέχοντος ἑαυτόν», Πλούτ.)
11. παίρνω μαζί μου κάποιον ύστερα από πρόσκληση («συνέχειν γυναῑκα ἐπὶ καπηλείου», Πλούτ.)
12. (για λόγο) περιλαμβάνω, εμπεριέχω («εἷς λόγος πάσας τὰς αἰσθήσεις συνέχει», Πλάτ.)
13. κρατώ κάποιον σε περιορισμό, κρατώ στη φυλακή
14. παρεμποδίζω, παρακωλύω
15. σταματώ κάτι
16. (σχετικά με πράγματα) ασφαλίζω
17. υποχρεώνω κάποιον να κάνει κάτι («ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ συνέχει ἡμᾱς», ΚΔ)
18. πιέζω, καταθλίβω, στενοχωρώ, ενοχλώ («ἡ σκληροκοιτία λυπεῑ καὶ συνέχει τὸ σῶμα», Γαλ.)
19. διατηρώ σε ενέργεια δύο πράγματα ταυτόχρονα («δύο σχολὰς συνεῖχε», Στράβ.)
20. συγκεντρώνω σε αποθήκη («σύνεχε τὰ γενήματα», πάπ.)
21. (ως αμτβ.) α) έχω στενή σχέση με κάτι ή, ακόμη, συμπίμπω με κάτι («δέκατος ἐστι τρόπος, ὅς μάλιστα συνέχει πρὸς τὰ ἠθικά», Σέξτ. Εμπ.)
β) εξακολουθώ να κάνω κάτι, συνεχίζω
22. (μέσ. και παθ.) συνέχομαι
α) ζαρώνω («ὁ καρπὸς... ἄν μὴ πλυθῇ... συνέχεται», Θεόφρ.)
β) (κυρίως ως αλληλοπαθές) i) συμπλέκομαι αμοιβαίως
ii) σμίγω ερωτικά, συνουσιάζομαι
γ) προκαλούμαι κατά κύριο λόγο από κάτι («τὸν πρὸς τῇ ὑπεκλύσει πυρετὸν ὑπ' ἄλλης αἰτιας συνέχεσθαι», Σωρ.)
δ) (με δοτ. με την οποία και δηλώνεται το αίτιο της δυσάρεστης κατάστασης στην οποία βρίσκεται κάποιος) ενοχλούμαι από κάτι είτε ως προς την ψυχική ή πνευματική μου κατάσταση είτε ως προς τη σωματική μου υγεία και ακεραιότητα (α. «φροντὶς ᾗ ξυνεσχόμην», Ευρ.
β. «μεγάλοις καὶ ἀνιάτοις νοσήμασι συνεχόμενος», Πλάτ.)
ε) συνάπτω μάχη εκ του συστάδην
23. (η μτχ. ουδ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ συνέχον
το ουσιώδες, αυτό που έχει τη βασικότερη, την ουσιαστικότερη σημασία («τὸ συνέχον τῆς ἐκκλησίας» — ο κύριος λόγος σύγκλησης συνέλευσης του λαού, Πολ.)
24. φρ. «συνέχει τὸ ἄρθρον»
γραμμ. συνοδεύεται από το άρθρο (Απολλ. Δύσκ.).
Greek Monotonic
συνέχω: μέλ. -ξω, αόρ. βʹ συνέσχον — Μέσ., μέλ. με Παθ. σημασία -σχήσομαι, σε Δημ.·
I. 1. κρατώ μαζί, συγκρατώ, συσφίγγω, σε Ομήρ. Ιλ.· περικλείω, περιβάλλω, περιέχω, περιζώνω, περικυκλώνω, σε Ησίοδ., Πλάτ.
2. κρατώ μαζί κάποιους ενωμένους, εμποδίζω τον διασκορπισμό τους, λέγεται για στρατιώτες, σε Ξεν., Δημ.· συνεπώς, συνέχω πάλιν, συγκρατώ την πόλη ενωμένη, εμποδίζω τη διάσπαση και την καταστροφή της, σε Ευρ.· καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους ἡ κοινωνία ξυνέχει, σε Πλάτ.· συνέχω τὴν πολιτείαν, σε Δημ.· ομοίως, ξυνέχω τὴν εἰρεσίαν, κρατώ ενωμένους τους κωπηλάτες, τους κάνω να κωπηλατούν ρυθμικά, σε Θουκ.
3. εξαναγκάζω, ασκώ πίεση ή βία σε κάποιον για κάτι, σε Καινή Διαθήκη
4. συμπιέζω, συνθλίβω, καταθλίβω, καταπιέζω, στο ίδ. — Παθ., υφίσταμαι καταναγκασμό, στενοχωρούμαι, καταπιέζομαι, θλίβομαι, σε Ηρόδ., Αττ.
II. αμτβ., συνέρχομαι, συνενώνομαι, εἰς ἕν, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
συνέχω: (fut. συνέξω, aor. 2 συνέσχον; pass.: fut. συσχεθήσομαι и συνέξομαι, aor. συνεσχέθην, aor. 2 συνεσχόμην)
1) держать вместе, сдерживать, скреплять (θώρηκα Hom.; τὰ ὀστᾶ Plat.): Ἄτλας ἅπαντα συνέχων Plat. Атлант, удерживающий (на себе) вселенную; ἐν φρέατι συσχόμενος Plat. попавший в колодец, т. е. в безвыходное положение; δουληΐῃ συνέχεσθαι Her. находиться в рабстве;
2) соединять, объединять, связывать (τὰ πολιτεύματα εἰς ἕν Plat.): μετ᾽ ἀλλήλων ξυνέχεσθαι Plat. держаться взаимной связью; сдвигать, смыкать (τοὺς δακτύλους Arph.; τὰς ὀφρῦς Plut.);
3) задерживать (τὸ πνεῦμα Plut.);
4) удерживать от распада, т. е. охранять, защищать (δώματα Eur.; τὸν ὅλον κόσμον Xen.): ξ. τὴν εἰρεσίαν Thuc. поддерживать дисциплину среди гребцов;
5) занимать: σ. ἑαυτὸν ἐπί или ἔν τινι Plut. предаваться чему-л.;
6) теснить: αἰχμῇσι συνέχεσθαι Her. теснить друг друга, т. е. сражаться врукопашную копьями; συνέχεσθαί τινι Her., Plat. страдать от кого(чего)-л.; τῇ δίψῃ ξυνεχόμενος Thuc. томимый жаждой; τῷ λιμῷ συνεχόμενος Plut. мучимый голодом; γέλωτι συσχεθείς Diog. L. давясь от смеха; ὀνείρασιν ξυνέχεσθαι Aesch. быть во власти сновидений;
7) содержать, включать в себя, охватывать (πάσας τὰς αἰσθήσεις Plat.): σ. πᾶν σάκος Hes. окружать (окаймлять) весь щит;
8) зажимать, затыкать (τὰ ὦτα NT);
9) соединяться, встречаться: ἵνα ξυνέχουσι τένοντες Hom. там, где сходятся сухожилья; σ. εἰς ἕν Arst. срастаться, сливаться воедино.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-έχω, Att. ook ξυνέχω act. intrans. alleen bij Hom. bij elkaar komen, aaneensluiten:. ἵνα … ξυνέχουσι τένοντες ἀγκῶνος waar de pezen van de elleboog bij elkaar komen Il. 20.478. act. met acc. bij elkaar houden, bijeenhouden:; τοὺς τρεῖς ξυνέχων τῶν δακτύλων terwijl hij zijn drie vingers (waarmee je gewoonlijk het stemsteentje vasthoudt) bij elkaar houdt Aristoph. Ve. 95; τὸ στράτευμα σ. het leger bij elkaar houden Xen. An. 7.2.8; τοὺς πολίτας σ. ἐν τοῖς ὅπλοις de burgers onder de wapens houden Plut. Sol. 22.2; m. n. van staten en andere groepen of gemeenschappen bijeenhouden, in stand houden:; σ. τὴν πολιτικὴν κοινωνίαν de politieke gemeenschap in stand houden Aristot. Pol. 1278b25; ξ. τὴν εἰρεσίαν het roeitempo gelijk houden Thuc. 7.14.1; van verschillende partijen in vriendschap bijeenhouden. omringen, omsluiten, insluiten; overdr. omvatten:. πάντα … εἷς λόγος συνέχει één redenering omvat alles Plat. HpMi 374d. (aan beide kanten) gesloten houden:. συνέσχον τὰ ὦτα αὐτῶν ze hielden hun handen voor hun oren NT Act. Ap. 7.57. beperken, dwingen, in zijn greep houden; NT 2 Cor. 5.14; vasthouden, gevangen houden. NT Luc. 22.63. med. opgesloten zitten:. ἐν φρέατι in een put Plat. Tht. 165b. pass. bij elkaar gehouden worden, bijeengehouden worden,. = μετ’ ἀλλήλων σ. Plat. Tim. 43e. met elkaar verwikkeld of bezig zijn, in strijd; Hdt. 1.214.2; in seks. Thphr. Char. 28.3. beperkt worden door, lijden onder, gekweld of geteisterd worden door, met dat.:; φροντίδι door zorg Eur. Hcld. 634; τῇ δίψῃ ἀπαύστῳ door niet te lessen dorst Thuc. 2.49.5; μεγάλοις καὶ ἀνιάτοις νοσήμασιν door ernstige en ongeneeslijke ziektes Plat. Grg. 512a; ook door personen. πατρὶ συνείχετο... ὀργὴν χαλεπῷ hij had te lijden onder een driftige vader Hdt. 3.131. in beslag genomen worden door, met dat.: συνείχετο τῷ λόγῳ richtte zich volledig op de verkondiging NT Act. Ap. 18.5.
Middle Liddell
fut. ξω aor2 συνέσχον [fut. mid. in pass. sense, Dem.]
I. to hold or keep together, Il.: to enclose, encompass, embrace, Hes., Plat.
2. to keep together, keep from dispersing, of soldiers, Xen., Dem.: —then, ς. πόλιν to keep the state together, keep it from falling to pieces, Eur.; καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους ἡ κοινωνία ξ. Plat.; ς. τὴν πολιτείαν Dem.; so, ξ.τὴν εἰρεσίαν to keep the rowers together, make them pull in time, Thuc.
3. to constrain or force one to a thing, NTest.
4. to compress, oppress, NTest.: Pass. to be constrained, oppressed, afflicted, Hdt., attic
II. intr. to meet, εἰς ἕν Arist.
Chinese
原文音譯:sunšcw 尋-誒何
詞類次數:動詞(12)
原文字根:共-有 相當於: (הִתְחַבְּרוּת / חָבַר) (לָכַד)
字義溯源:共同持有,緊壓,約束,圍繞,激勵,害,患,強迫,迫切,困迫,迫使,遭受,摀著,看守,擁擠,擠壓,困住;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἔχω)*=持)組成。參讀 (ἀγγαρεύω) (θλίβω) (παραβιάζομαι)同義字
出現次數:總共(12);太(1);路(6);徒(3);林後(1);腓(1)
譯字彙編:
1) 激勵(1) 林後5:14;
2) 患(1) 徒28:8;
3) 我正困迫(1) 腓1:23;
4) 被⋯所困住(1) 路8:37;
5) 我是⋯迫切(1) 路12:50;
6) 迫切(1) 徒18:5;
7) 摀著(1) 徒7:57;
8) 害(1) 路4:38;
9) 擁擠(1) 路8:45;
10) 困住(1) 路19:43;
11) 看守(1) 路22:63;
12) 遭受(1) 太4:24