Ἀμαζονικός
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
ή, όν, v. Ἀμαζών.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
d'Amazone.
Étymologie: Ἀμαζών.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
amazónico, de Amazona, relativo a las Amazonas Plu.Pomp.35, Paus.1.41.7
•τὰ Ἀμαζονικά tít. de un poema épico de Onaso, Sch.A.R.1.1234, Sch.Theoc.13.48.
Greek Monotonic
Ἀμαζονῐκός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι όμοιος με τις Αμαζόνες, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
Ἀμαζονικός: принадлежащий амазонке (πέλται Plut.).
Middle Liddell
of or like the Amazons, Plut.