Ἁλικαρνασσεύς
From LSJ
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
habitant ou originaire d'Halicarnasse.
Étymologie: Ἁλικαρνασσός.
Spanish (DGE)
(Ἁλῐκαρνασσεύς) -έως
• Alolema(s): jón. -νησσεύς Hdt.1.144, Call.Epigr.2.4; ἉλικαρναͲεύς SIG 45.2 (Halicarnaso V a.C.)
halicarnasio, de Halicarnaso ὁ [σύ] λλογος ... ὁ ἉλικαρναΤέ[ω] ν SIG l.c., cf. HTCarie 90.15 (IV a.C.), Hdt.1.144, Call.Epigr.2.4.
Middle Liddell
a Halicarnassian, Hdt.