ἐνηής
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
English (LSJ)
ές, Ep. Adj. A kind, gentle, ἑταῖρον . . ἐνηέα τε κρατερόν τε Il.17.204; ἑτάροιο ἐνηέος ὀστέα λευκά 23.252; ἑταῖρον ἐ., of Athena, Od.8.200; μευ ἀεὶ μέμνησαι ἐνηέος Il.23.648; φιλότητος ἐνηέος Hes. Th.651: later in nom. ἐνηής IG14.1648.8; etym. of Ἐνυώ, Corn.ND21: pl., ἐνηῆες Opp.C.2.89; ἐνηέες Id.H.2.644; of stars, propitious, Max.262, al. (ἐν and -ηής, cf. Skt. άυας 'help', 'favour', άυατι 'he helps'.)
German (Pape)
[Seite 840] ές (Ggstz ἀπηνής, also statt ἐνηνής), wohlwollend, mild u. freundlich, VLL. πρᾷος, προσηνής, ἀγαθός; ἑταῖρος Il. 21, 96. 12, 204 Od. 8, 200; φιλότης Hes. Th. 651; ähnl. bei sp. D., wie Ap. Rh. 2, 1199; Opp. Cyn. 2, 89 in der Form ἐνηῆες.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνηής: ἐς, Ἐπ. ἐπίθ., σώφρων, ἀγαθός, προσηνής, πρᾶος, ἐν Ἰλ. ἐπὶ τοῦ Πατρόκλου (πρβλ. ἐνηείη), τοῦ δὴ ἑταῖρον ἔπεφνες ἐνηέα τε κρατερόν τε Ἰλ. Ρ. 204· κλαίοντες δ’ ἑτάροιο ἐνηέος ὀστέα λευκὰ Ψ. 352: οὕτως ἐπὶ τοῦ Νέστορος, ὥς μου ἀεὶ μέμνησαι ἐνηέος Ψ 648· ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Ὀδ. Θ. 200· ὡσαύτως. φιλότητος ἐνηέος Ἡσ. Θ. 651· ἡ ἑνικὴ ὀνομαστικὴ ἐνηὴς ἐν Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 566. 8., 906. 5· πληθ. ἐνηῆες ἐν Ὀππ. Κυν. 2. 89· ἐνηέες παρὰ τῷ αὐτῷ ἐν Ἁλ. 2. 664. (Πρβλ. ἀπηνής, προσηνής).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
de bonne volonté, doux, aimable.
Étymologie: pour *ἐνηϜής, de ἐν, αἴω = *αἴϜω « qui prête l’oreille à, qui se prête à » ; sel. d'autres, de ἐν, ἄημι=*ἄϜημι « au soufle favorable, propice ».
English (Autenrieth)
έος: gentle, amiable, Il. 23.252, Od. 8.200.
Spanish (DGE)
-ές
1 de pers. y abstr. amable, complaciente, amistoso de Patroclo ἑταῖρον ... ἐνηέα τε κρατερόν τε Il.17.204, cf. 23.252, de Nestor Il.23.648, de Atenea χαίρων οὕνεκ' ἑταῖρον ἐνηέα λεῦσσ' ἐν ἀγῶνι Od.8.200, φιλότης Hes.Th.651, en un elogio fúnebre IUrb.Rom.1231.8 (II d.C.?), como etim. de Ἐνυώ: κατ' εὐφημισμὸν ἀπὸ τοῦ ἥκιστα ἐ. ... εἶναι Corn.ND 21, ἐνηεῖ δόγματι ICr.4.325.5 (V d.C.).
2 de anim. manso, dócil de los toros egipcios ὅττι βροτοὶ δ' ἐνέπουσιν, ἐνηέες ἐξανέχονται Opp.C.2.89
•tranquilo, pacífico del mújol, Opp.H.2.644.
3 de estrellas propicio, favorable ἢν δὲ σὺν ἀστέρι Μήνη ἐνηέι καλὰ φαείνῃ Max.561, cf. 262.
• Etimología: Dud. Quizá comp. de ἐν y *ἦος < *ἆϝος, cf. ai. ávas-, av. avah- ‘benevolencia’, ‘ayuda’.
Greek Monolingual
ἐνηής, -ές (Α)
1. (για πρόσωπα αλλά και για αφηρημ. ιδιότητες ή έννοιες) ευπροσήγορος, ευμενής, πράος, αγαθός («τοῦ δὴ ἑταῖρον ἔπεφνες ἐνηέα τε κρατερόν τε», Ομ. Ιλ.)
2. (για αστέρι) ευοίωνος, ευμενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για σύνθετη λέξη με α' συνθετικό την πρόθεση εν και β' συνθετικό ήος < άFος, το οποίο συνδέεται με αρχ. ινδ. anas-, αβεστ. avah- «ευμένεια, εύνοια, βοήθεια». Δηλ. ενηής είναι «αυτός που διακατέχεται από αίσθημα εύνοιας, ευμένειας» άρα «ο ευπροσήγορος, ο ευμενής». Από άλλους η λ. συνδέθηκε με το αΐτης «ο νέος που αγαπιέται»].
Greek Monotonic
ἐνηής: -ές, γεν. ἐνηέος, καλός, αγαθός, ευγενής, πράος, ευγενικός, σε Όμηρ. (Πιθ. συγγενές προς τα ἀπ-ηνής, προσ-ηνής).
Russian (Dvoretsky)
ἐνηής: ласковый, кроткий Hom., Hes.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: mild, soft, benevolent (IG 14, 1648, 8; metrical tomb-inscription)
Other forms: gen. and acc. sg. ἐνηέος, -έα (Hom., Hes.), nom. pl. -ῆες, -έες (Opp.)
Derivatives: ἐνηείη mildness, benevolence (Ρ 670, Opp.).
Origin: IE [Indo-European] [77] *h₂eu̯- benevolence, help
Etymology: Uncertain. Formations like ἐν-τελής (to τέλος) point to a second member *ἦος, which can be PGr. *ἆϜος, which differs only in ablaut from Skt. ávas-, Av. avah- n. favour, benevolence, help (to which belongs also Lat. aveō etc.); so ἐνηής is prop. having benevolence (cf. Schwyzer-Debrunner 456). For the ablaut cf. ἄγος beside Skt. ā́gas- (compositional lengthening?). Other possibilities in Strömberg Prefix Studies 115. - One compared ἀΐτης (s.v.), from *ἄ(Ϝ)ος with short α-. Further Pok. 77f., W.-Hofmann s. aveō.
Middle Liddell
ἐνηής, ές gen. ἐνηέος
kind, gentle, Hom. [Perh. akin to ἀπηνής, προσηνής.]
Frisk Etymology German
ἐνηής: (IG 14, 1648, 8; metrische Grabinschrift),
{enēḗs}
Forms: Gen. und Akk. sg. ἐνηέος, -έα (Hom., Hes.), Nom. pl. -ῆες, -έες (Opp.)
Meaning: mild, sanft, wohlwollend.
Derivative: Davon ἐνηείη Milde, Wohlwollen (Ρ 670, Opp.).
Etymology: Nicht sicher erklärt. Bildungen wie ἐντελής (zu τέλος) lassen ein Hinterglied *ἦος vermuten, das für urgr. *ἆϝος stehen kann und sich unter dieser Voraussetzung nur im Ablaut von aind. ávas-, aw. avah- n. Gunst, Wohlwollen, Hilfe (wozu noch lat. aveō usw.) unterscheidet; ἐνηής somit eig. Wohlwollen in sich habend, mit Wohlwollen versehen (vgl. Schwyzer-Debrunner 456). Zum Ablaut vgl. ἄγος gegenüber aind. ā́gas- (kompositionelle Dehnung ist nicht wahrscheinlich). Andere, noch unsicherere Möglichkeiten werden bei Strömberg Prefix Studies 115 erörtert. — Auch ἀΐτης Geliebter wird seit alters mit ἐνηής verbunden; dabei wäre indessen von einem kurzvokalischen Grundwort, *ἄ(ϝ)ος o. ä., auszugehen. Weitere Formen mit Lit. bei WP. 1, 19, Pok. 77f., W.-Hofmann s. aveō. Ältere Lit. bei Bechtel Lex. s. v.
Page 1,515-516