παραφύλαξ

Revision as of 13:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)" to "")

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, watcher, guard, BCH32.499 (Aphrodisias), Suid.s.v.δεξιολάβος.

German (Pape)

[Seite 507] ακος, ὁ, Wächter, Beobachter, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραφύλαξ: -ᾰκος, ὁ, ὁ φύλαξ, φρουρός, Σουΐδ. ἐν λ. δεξιολάβος. 2) βοηθὸς φύλακος, Στουδ. 1232Β. 3) ἀξιωματικός τις ἐν ταῖς Ἀσιατικαῖς πόλεσιν, ἴδε παραφυλάσσω ΙΙΙ.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
1. αυτός που παραφυλάει, φύλακας, φρουρός
2. βοηθός φύλακα
3. αξιωματικός στις ασιατικές πόλεις, αρχηγός της φρουράς που ήταν συγκροτημένη από παραφυλακίτες.