πάταχνον
From LSJ
ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills
ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills
Full diacritics: πάταχνον | Medium diacritics: πάταχνον | Low diacritics: πάταχνον | Capitals: ΠΑΤΑΧΝΟΝ |
Transliteration A: pátachnon | Transliteration B: patachnon | Transliteration C: patachnon | Beta Code: pa/taxnon |
τό, = πατάνη, Hsch., Phot.
[Seite 534] τό, ein flaches, breites Trinkgeschirr, verwandt mit πατάνη, s. πέταχνον, VLL.
πάταχνον: τό, = πατάνη, «πάταχνον σκεῦος λοπαδίῳ ἐμφερὲς» Ἡσύχ.· «πάταχνα: ποτήρια φιαλοειδῆ ἐκπέταλα» Φώτ.
το, Α
(κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) πατάνη.