ποιναῖος

From LSJ
Revision as of 15:40, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποιναῖος Medium diacritics: ποιναῖος Low diacritics: ποιναίος Capitals: ΠΟΙΝΑΙΟΣ
Transliteration A: poinaîos Transliteration B: poinaios Transliteration C: poinaios Beta Code: poinai=os

English (LSJ)

α, ον, (ποινή) punishing, avenging, ἆορ Keil-Premerstein Erster Bericht p.9 (Troketta); σελίς AP5.253.6 (Paul. Sil.); βέλος Aristaenet.1.10; ὄργανα Lyd.Mag.3.16.

German (Pape)

[Seite 651] strafend, rächend; Sp., wie σελίς Paul. Sil. 24 (V, 254), βέλος Aristaen. 1, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ποιναῖος: -α, -ον, (ποινὴ) τιμωρός, τιμωρητικός, θεοὺς ἱκέτευε… μὴ ταῦτα χαράξαι ὅρκια ποιναίης νῶτον ὑπὲρ σελίδος Ἀνθ. Π. 5. 254 μηδὲ Ἄρτεμις ἐπὶ σοὶ ποιναῖον βέλος ἀφῇ καὶ ἀγέλῃ Ἀρισταίν. 1. 10.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui punit, vengeur.
Étymologie: ποινή.

Greek Monolingual

-αία, -ον, ΜΑ ποινή
αυτός που τιμωρεί ή εκδικείται, ο εκδικητικός.

Greek Monotonic

ποιναῖος: -α, -ον (ποινή), τιμωρητικός, εκδικητικός, σε Ανθ.

Middle Liddell

ποιναῖος, η, ον ποινή
punishing, avenging, Anth.