προσκόλλησις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ, a glueing to, affixing, τινος J.AJ8.3.2.
German (Pape)
[Seite 770] ἡ, das Anleimen, u. übertr., Anhänglichkeit, Ergebenheit, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
προσκόλλησις: ἡ, ὡς καὶ νῦν, πρ. χρυσοῦ Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 3, 2.