σαυκός
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ή, όν, dry (Syrac.), Hsch. σαυκρός, ά, όν,= ἁβρός, and σαυκρόπους, ὁ, ἡ,= ἁβρόπους, Id.
German (Pape)
[Seite 865] leicht zu zerreiben, dah. dürr, trocken, ein syrakus. Wort, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σαυκός: ή, όν ξηρός, λέξις Συρακοσία, «σαυκὸν· ξηρὸν Συρακόσιοι» Ἡσύχ., ὅστις μνημονεύει σαυχμὸς καὶ σαχνὸς = «χαῦνος, σαθρός, ἀσθενής».