σποδιακός
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
Full diacritics: σποδιακός | Medium diacritics: σποδιακός | Low diacritics: σποδιακός | Capitals: ΣΠΟΔΙΑΚΟΣ |
Transliteration A: spodiakós | Transliteration B: spodiakos | Transliteration C: spodiakos | Beta Code: spodiako/s |
ή, όν, made from σπόδιον, Orib.Syn.3.129, Aët.7.23, Paul.Aeg.3.22.6, 7.16.17.
[Seite 923] aus Metallasche, Sp.
σποδιακός: ή,όν, ὁ ἐκ σποδίου, ἐκ σκωρίας πεποιημένος, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Παύλ. Αἰγ.
-ή, -όν, ΜΑ σπόδιον
αυτός που προέρχεται από σκουριά.