στομακάκη

From LSJ
Revision as of 18:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στομᾰκάκη Medium diacritics: στομακάκη Low diacritics: στομακάκη Capitals: ΣΤΟΜΑΚΑΚΗ
Transliteration A: stomakákē Transliteration B: stomakakē Transliteration C: stomakaki Beta Code: stomaka/kh

English (LSJ)

[κᾰ], ἡ, a disease in which all the teeth fall out, scurvy of the gums, Str.16.4.24 (-κάκκη codd.), Plin.HN25.20.

German (Pape)

[Seite 947] ἡ, eine Krankheit des Mundes, bei der die Zähne ausfallen, Scharbock, Strab. XVI; vgl. Plin. H. N. 25, 3, wie Lob. Phryn. 668.

Greek (Liddell-Scott)

στομᾰκάκη: [ᾰ], ἡ, νόσημα, καθ’ ὃ ἅπαντες οἱ ὀδόντες ἐκπίπτουσι, νόσημα τοῦ στόματος ἢ τῶν οὔλων, «σκορβοῦτον», Στράβ. 781 (ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα στομακάκκη), πρβλ. Πλιν. Η. Ν. 25. 6· ὁ τύπος στομοκάκη κατ’ ἀναλογίαν γραμματικὴν ἐσχηματισμένος δὲν ὑποστηρίζεται ἔκ τινος μαρτυρίας, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 668.

Greek Monolingual

και στομοκάκη, ἡ, Α
νόσημα του στόματος και κυρίως τών ούλων που προκαλεί πτώση όλων τών δοντιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + κάκη (< κακός), πρβλ. τραχηλοκάκη.