στολίδιον
From LSJ
ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death
English (LSJ)
[ῐδ], τό, Dim. of στολίς, leather jerkin, Aen.Tact.29.4.
German (Pape)
[Seite 946] τό, dim. von στολίς, Aen. Tact. 29.
Greek (Liddell-Scott)
στολίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στολίς, Αἰν. Τακτ. 29.