στρόφις

From LSJ
Revision as of 18:25, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρόφις Medium diacritics: στρόφις Low diacritics: στρόφις Capitals: ΣΤΡΟΦΙΣ
Transliteration A: stróphis Transliteration B: strophis Transliteration C: strofis Beta Code: stro/fis

English (LSJ)

ιος, ἡ, slippery fellow, twister, Ar.Nu.450 (anap.), Poll.6.130; cf. στρέφω B. 11.

German (Pape)

[Seite 957] ιος, ὁ,Ar. Nub. 450, Schol. οἷον εὔστροφος καὶ εὐκίνητος ἐν τοῖς πράγμασιν; vgl. Poll. 6, 130.

Greek (Liddell-Scott)

στρόφις: -ιος, ἡ, ἄνθρωπος εὔστροφος, εὐκόλως διολισθαίνων, πανοῦργος, «σκολιός, οὐχ ἁπλοῦς, πολύπλοκος» Ἡσύχ., Ἀριστοφ. Νεφ. 450, Πολυδ. Ϛ΄, 130· πρβλ. στρέφω Β. ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ιος (ὁ) :
homme retors.
Étymologie: στροφή.

Greek Monolingual

-ιος, ὁ, ΜΑ
άνθρωπος εύστροφος, πολυμήχανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρόφος ή στροφή + κατάλ. -ις (πρβλ. τρόφ-ις, τρόχ-ις)].

Greek Monotonic

στρόφις: -ιος, ὁ (στρέφω), εύστροφος, πανούργος άνθρωπος, αυτός που ξέρει να ξεγλιστράει, πολυμήχανος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

στρόφις: ιος ὁ ловкач, хитрец Arph.

Middle Liddell

στρόφις, ιος, ὁ, στρέφω
a twisting, slippery fellow, Ar.